καθήκον
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Greek Monolingual
το (AM καθῆκον)
1. αυτό που αρμόζει στον καθένα, αυτό που αναλογεί στον κάθε άνθρωπο
2. ό,τι επιβάλλεται σε καθέναν να πράττει από τον θείο ή ανθρώπινο νόμο, την ηθική ή την ευγένεια, χρέος, ηθική υποχρέωση, ηθική επιταγή («είχε καθήκον να υποστηρίξει την πατρίδα του» β. «ποιεῑν τὸ καθῆκον», Μεν.)
νεοελλ.
1. κάθε υποχρέωση που επιβάλλεται από την πολιτεία στους πολίτες («είναι καθήκον σου να πας στον στρατό»)
2. (φιλοσ.) υποχρέωση του ατόμου να πραγματοποιεί το αγαθό που απορρέει όχι από μια τυφλή εσωτερική αναγκαιότητα αλλά από την ελεύθερη βούληση του και εκτελείται με ευσυνειδησία και υπεύθυνη ελευθερία
3. φρ. α) «αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου» — αναλαμβάνω την υπηρεσία που μού ανατέθηκε
β) «σύγκρουση καθηκόντων» — η περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ενός καθήκοντος συνεπάγεται την παράβαση άλλου
γ) «παράβαση καθήκοντος» — η παράβαση ή παράλειψη εκτελέσεως από δημόσιο υπάλληλο του καθήκοντος που του έχει επιβληθεί από την πολιτεία
δ) «υπέρβαση καθηκόντων» — αντιποίηση αλλότριας εξουσίας εκ μέρους δημόσιου υπαλλήλου ή δημόσιας υπηρεσίας
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ καθήκοντα
α) οι παρούσες περιστάσεις, η παρούσα κατάσταση τών πραγμάτων, η λύση που επιβάλλεται από τις παρούσες συνθήκες
β) οι ηθικές υποχρεώσεις
γ) η οφειλόμενη απότιση, η πληρωμή
2. φρ. «Περί του καθήκοντος» — τίτλος έργου του Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. ενεστ. καθ-ήκων του ρ. καθ-ήκω «αρμόζω»].