ακουμπώ
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
(-άω) και ακουμπίζω
1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι
2. ξαπλώνω
3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ
4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον
5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου
6. αγγίζω, ψαύω
7. (για χρήματα) α) καταθέτω χρήματα για φύλαξη
β) ειρων. ξοδεύω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι». Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από το ρ. ακουμπίζω με επίδραση του αορ. -ισα.
ΠΑΡ. ακούμπημα, ακούμπι(ο), ακουμπητός].