μέλημα

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλημα Medium diacritics: μέλημα Low diacritics: μέλημα Capitals: ΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: mélēma Transliteration B: melēma Transliteration C: melima Beta Code: me/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μέλω)

   A object of care, beloved object, darling, of persons, μ. τὦμον Sapph. 126, cf. Ar. Ec.972 (lyr.), Men. Pk.214; νέαισιν παρθένοισι μ. Pi. P.10.59; Χαρίτων μ. Id.Fr.95; Κύπριδος ib.217; ὦ φίλτατον μ. δώμασιν A. Ch.235; ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ μ. Ar. Ec.905 (lyr.).    II charge, duty, A. Ag.1551 (anap.); μέλον πάλαι μ. μοι S. Ph.150 (lyr.).    2 care, anxiety, A. Eu.444, Theoc.14.2, etc.

German (Pape)

[Seite 122] τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρθένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ θανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μέλημα: τό, (μέλω) τὸ περὶ οὗ φροντίζει τις καὶ ὃ φιλεῖ, τὸ ἀγαπητὸν καὶ πεφιλημένον πρόσωπονπρᾶγμα, ἐπὶ προσώπων, τοὐμὸν μέλ., ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, mea cura, Σαπφὼ 105· νέαις μ. παρθένοις Πινδ. Π. 10. 93· Χαρίτων μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63· Κύπριδος αὐτόθι 237· ὦ φίλτατον μ. δώμασιν Αἰσχύλ. Χο. 235· ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 905, πρβλ. 972. ΙΙΙ. χρέος, καθῆκον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1549· μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις Σοφ. Φιλ. 150. 2) φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 444, Θεόκρ. 14, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet de soin, de sollicitude;
2 en parl. de pers. être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Slater)

μέλημα
   a care γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος. fr. 217.
   b object of care ; of people, darling τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. Πάν) fr. 95. 4.

Greek Monolingual

το (ΑM μέλημα μέλω
1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ.
β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση του συμφέροντος της πολιτείας»)
2. μέριμνα, φροντίδα
αρχ.
1. χρέος, υποχρέωση, καθήκον (οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ' ἀλέγειν τοῡτο», Αισχύλ.)
2. έγνοια, ανησυχία
3. (για πρόσωπα) αντικείμενο της αγάπης κάποιου.