ακίδα

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

και αγκίδα ή αγκίθα, η (Α ἀκίς)
1. οξύ άκρο, αιχμή (συνήθως βελόνας, βέλους, αγκιστριού κ.ά.)
2. μικρό αιχμηρό κομμάτι, που αποσπάται από ξύλινο αντικείμενο, σχίζα, σκλήθρα
νεοελλ.
μικρό μεταλλικό καρφί, που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική
αρχ.
1. αιχμηρό αντικείμενο, βελόνα
2. βέλος, ακόντιο
3. κέντρισμα, παρόρμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκίς, ομόρριζη της λ. ἀκὴ Ι βλ. λ., ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου προέρχεται η κύρια σημ. της λ. («κάθε αιχμηρό αντικείμενο»), καθώς και πολλές μεταφορικές της χρήσεις, μολονότι παραμένει δυσερμήνευτη η σημ. «χειρουργικός επίδεσμος» με την οποία χρησιμοποιείται η λ. στον Γαληνό. Ο νεοελλ. τ. αγκίδα (ήδη του 16ου αιώνα) προήλθε από παρετυμολογική επίδραση άλλων λέξεων, όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι κ.τ.ό. (βλ. και κινάρα-αγκινάρα, άκανθα-αγκάθι). Το -θ- του τ. αγκίθα οφείλεται πιθανώς σε αναλογικό σχηματισμό κατά το σχήμα ασπίδα-ασπίθα.
ΠΑΡ. ακιδώδης, ακιδωτός
αρχ.-μσν.
ἀκιδῶ.
ΣΥΝΘ. ἀκιδοειδής
νεοελλ.
ακιδογράφημα, ακιδογραφικός, ακιδοφόρος. Βλ. και λήμμα ακ-].