ακρόπολη

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκρόπολις)
1. οχυρωμένη τοποθεσία στο ψηλότερο σημείο αρχαίας πόλης, οχυρό, φρούριο
2. (ειδικότερα) η Ακρόπολη της Αθήνας
3. (μτφρ.) το προπύργιο, το ορμητήριο, το κέντρο της δράσης (αποδίδεται σε ανθρώπους και σε τόπους)
μσν.
το άκρον άωτον, ή η πεμπτουσία
«ἡ ἀκρόπολις τῆς κακίας ἡ φιλαργυρία» (Κλήμ. Μ. 8.437c) «Πάσχα... πασῶν τῶν ἑορτῶν κορυφὴ καὶ ἀκρόπολις» (Επιφάν. Μ. 43.468a)
αρχ.
1. το ψηλότερο σημείο κάθε πόλης (στην Ιλιάδα του Ομήρου πάντα σε δύο λέξεις
ἄκρη πόλις, βλ. και ἄκρος)
2. φρ. «ἀναφέρομαι εἰς ἀκρόπολιν» ή «γράφομαι ἐν ἀκροπόλει», αναφέρομαι, χαρακτηρίζομαι ως οφειλέτης του δημοσίου (επειδή στην Ακρόπολη τών Αθηνών βρισκόταν και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και το ταμείο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκρόπολις, από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα προσδιοριστικών συνθέτων (επιθ. + ουσ.), προήλθε από συνεκφορά σε μια λέξη της φράσης ἄκρα (ιων. ἄκρη) πόλις» (πρβλ. λ.χ. Ζ88 «νηὸν Ἀθηναίης γλαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ»). Πρώτο συνθετικό της λ. είναι το επίθ. ἄκρος (πρβλ. και ἀκρο- (Ι), αρχικά δε η λ. σήμαινε «το ακραίο, το ψηλότερο οημείο μιας πόλης», άρα και «τον ασφαλή, οχυρωμένο χώρο», απ' όπου και η σημ. «οχυρό, φρούριο». Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία του συνθέτου τοποθετείται σε σχετικά νεώτερη περίοδο, αφού σε ολόκληρη την Ιλιάδα απαντά η φράση «ἄκρη πόλις», και μόνο σε ορισμένα χωρία τῆς (νεώτερης χρονικά) Οδύσσειας χρησιμοποιείται το σύνθετο ἀκρόπολις
πρβλ. θ 494 «ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλῳ ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς» και θ 504 «αὐτοὶ γὰρ μιν Τρῶες ἐς ἀκρόπολιν ἐρύσαντο». Ίσως έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η λ. ἀκρόπολις δεν έχει μέχρι σήμερα παραδοθεί στα κείμενα της Μυκηναϊκής Ελληνικής, όπου και το ίδιο το επίθ. ἄκρος μαρτυρείται μόνο έμμεσα, διά του ανθρωπωνυμίου Ἀκρόδαμος.
ΠΑΡ. ακροπολίτης].