ἀλφηστής

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφηστής Medium diacritics: ἀλφηστής Low diacritics: αλφηστής Capitals: ΑΛΦΗΣΤΗΣ
Transliteration A: alphēstḗs Transliteration B: alphēstēs Transliteration C: alfistis Beta Code: a)lfhsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Hom. only in Od., in phrase ἀνέρες ἀλφησταί, lit.

   A earners (ἀλφάνω), i.e. enterprising men, Od.1.349, cf. Hes. Op.82; esp. of traders or seafarers, Od.13.261, h.Ap.458; ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, of the Phaeacians, Od.6.8.—Ep. word, twice in Trag. (lyr.), A.Th.770, S.Ph.709.    II kind of fish that went in pairs, Labrus cinaedus, Epich.44, Numen. ap. Ath.7.320e: metaph., of lewd men, Sophr.63.

German (Pape)

[Seite 112] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit ἀλφάνω, wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 Ζεύς, ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφηστής: -οῦ, ὁ, λέξις παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ σημασία αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος ἀλφάνω (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· ὅθεν οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ ἄλφι καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων ἄλευρον, ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. εἶδος ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
industrieux, laborieux, entreprenant.
Étymologie: ἀλφάνω ; sel. d’autres « qui se nourrit de pain », de ἄλφι, ἔδω.

English (Autenrieth)

(ἀλφάνω): wage-earning, toiling; ἄνδρες ἀλφησταί.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 que se gana el sustento, que trabaja para vivir o tal vez cuyo sustento básico es el cereal o concretamente la cebada epít. fijo de los hombres en general ἀνέρες Od.1.349, Hes.Th.512, Op.82, Sc.29, Fr.73.5, 211.12, S.Ph.709
esp. de navegantes y mercaderes Od.6.8, 13.261, h.Ap.458, A.Th.770, cf. Hsch.
2 ict. maragota de la familia de los lábridos Labrus merula L., Epich.13a, Numen.Her.18, cf. Hsch.
fig. καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστᾶν Sophr.71.

• Etimología: Las interpretaciones oscilan entre considerarlo un deriv. de la raíz de ἀλφάνω q.u., y entenderlo como un comp. cuyo primer elemento sería ἄλφι q.u., y el segundo contendría la raíz *ed- ‘comer’.

Greek Monolingual

ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, -ῆρος)
1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος
2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη
3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την Οδύσσεια του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. ἀνέρες ἀλφησταὶ «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η χρήση της λ. στα ποιητικά κείμενα δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «επιχειρηματικός, τολμηρός, ριψοκίνδυνος». Με βάση την παρατήρηση αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος ἀλφάνω «κερδίζω». Το τέρμα δε –ηστὴς θεωρήθηκε προϊόν αναλογικού σχηματισμού κατ’ επίδραση του ουσ. ὠμηστὴς «ωμοφάγος». Αυτή η σύνδεση της λ. με το ὠμηστὴς οδήγησε σε μια άλλη ετυμολογική υπόθεση. Κατά το πρότυπο του σχηματισμού του ουσ. ὠμηστὴς (< ὠμὸς + -ηστὴς < ἔδω) είναι πιθ. η λ. ἀλφηστὴς να προήλθε από α΄ συνθ. ἀλφι- (< ἄλφι, ἄλφιτα) και β΄ συνθ. το ρ. έδω (< ΙΕ ρίζα ed- «τρώγω»). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η λ. ἀλφηστής αρχικά πρέπει να σήμαινε «αυτόν που τρώει αλεύρι», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του ψωμί, την τροφή του, επομένως «τον εργατικό» και κατ’ επέκταση «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η χρήση της λ. ως ονόματος ψαριού.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφηστικός.