ανακατώνω
Greek Monolingual
Ι. ενεργ.
1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω
2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία
4. προκαλώ τάση για εμετό
5. συγχέω, μπερδεύω
6. συγχύζω, εξοργίζω, στενοχωρώ
7. εμπλέκω κάποιον σε ξένη υπόθεση
8. δημιουργώ σκάνδαλα και διχόνοιες, διαβάλλω, ραδιουργώ
ΙΙ. μέσ.
1. συναναστρέφομαι, σχετίζομαι όχι για καλό
2. ασχολούμαι, επιδίδομαι
3. συμμετέχω, επεμβαίνω σε ξένη υπόθεση
4. αισθάνομαι τάση για εμετό
5. (η μτχ. στη φρ.) «ανακατωμένος ο ερχόμενος» (παρωδία του ευαγγελικού «ευλογημένος ο ερχόμενος»)
χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεχυμένα πράγματα και λόγια ή ταραχή και αναστάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος.
ΠΑΡ. ανακάτωμα, ανακατωμός, ανακάτωση, ανακατωσιά, ανακάτωτος, ανακατωτός].