ἀνεπίφθονος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίφθονος Medium diacritics: ἀνεπίφθονος Low diacritics: ανεπίφθονος Capitals: ΑΝΕΠΙΦΘΟΝΟΣ
Transliteration A: anepíphthonos Transliteration B: anepiphthonos Transliteration C: anepifthonos Beta Code: a)nepi/fqonos

English (LSJ)

ον,

   A without reproach, ἔγχος S.Tr.1033 (lyr.); ἀ. ἐστι πᾶσιν it is no reproach to any one, Th. 6.83, cf. Pl.R.612b, Epicur.Fr.161; οὕτω γάρ μοι . . ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν least invidious, D.18.321; ungrudging, ἔπαινος Onos.Praef.10. Adv. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο so as not to create odium, Th.6.54, cf. Plu.Cam.1; ἀ. εἰπεῖν Isoc.15.8.

German (Pape)

[Seite 225] vorwurfsfrei, tadellos, ἔγχος Soph. Tr. 1026; ἀνεπίφθονόν ἐστι πᾶσι Thuc. 6, 83; ποιεῖν τι, man kann, ohne gehässig zu werden. etwas thun, Plat. Rep. X, 632 b; αὐτῷ ἐστιν ἀν., man macht ihm keinen Vorwurf, Dem. 59, 15; ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν 18, 321; τὸ ἀν. τῆς διαίτης Luc. Nigr. 14. – Adv., Her. 6, 54; ἀνεπιφθόνως διάγειν Xen. Hier. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίφθονος: -ον, ὁ ἄνευ ψόγου, ἄμεμπτος, ἀνεπίφθονον εἴρυσον ἔγχος Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, οὕτως ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. ἀνεμέσητος. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, οὕτως ὥστε νὰ μὴ διεγείρῃ μῖσος, Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’excite pas l’envie ; irrépréhensible, irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπίφθονος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1irreprochable de cosas ἔγχος S.Tr.1033, χάριτες Plu.2.808b, de pers., Plb.11.10.3
subst. πολλὰ ... δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα (δεδιῄτημαι) Th.7.77, τῆς διαίτης τὸ ἀ. vida que nada tiene que envidiar, excelente Luc.Nigr.14
impers. ἀ. ἐστί no es reprochable c. inf., Th.1.75, 8.50, D.8.71, 18.321, 59.15.
2 carente de envidia πρόκλησις Isoc.15.100, ἔπαινος Luc.Pr.Im.23, Onas.praef.10.
II adv. -ως sin dar lugar a envidia (τὴν ἀρχήν) ἀ. κατεστήσατο Th.6.54, ἀ. εἰπεῖν Isoc.15.8, ἀ. ἄρχειν Plu.Cam.1.

Greek Monolingual

ἀνεπίφθονος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν επισύρει μομφή, άψογος, άμεμπτος
2. επίρρ. ανεπιφθόνως
χωρίς να προκληθεί μίσος.