βρέτας
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
τό, gen. βρέτεος, dat.
A βρέτει A.Eu.259 (lyr.): pl., nom. and acc. βρέτεα Id.Supp.463, but βρέτη Id.Th.95 (lyr.), 185, etc.; gen. βρετέων ib.97 (lyr.), Supp.429 (lyr.); Ep. dat. βρετάεσσιν Nic. Fr.74.68:—wooden image of a god, A.Eu.80, al., E.Alc.974 (lyr.), Ar.Eq.31, etc.; of a man, IG7.118 (Megara): in Prose, Str.8.7.2, Jul.Or.1.29d. 2 mere image, of a blockhead, Anaxandr.11.
German (Pape)
[Seite 463] εος, τό, hölzernes Götterbild, Aesch. Spt. 94; Eur. Phoen. 1256 u. öfter; Ar. Equ. Bei Sp. auch in Prosa, Strab. – Nach B. A. 85 = ὁ ἀναίσθητος, aus Anaxandrid., vgl. E. M. 213, 6.
Greek (Liddell-Scott)
βρέτας: τό, γεν. βρέτεος· πληθ., ὀν. καὶ αἰτ. βρέτεα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 463, ἀλλὰ βρέτη Θήβ. 95, 185, κτλ.· γεν. βρετέων ὁ αὐτ. 97, Ἱκέτ. 430· Ἐπ. δοτ. βρετάεσσιν Νίκανδ. παρ’ Ἀθην. 684D· ‒ ξύλινον ὁμοίωμα θεοῦ, ξόανον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 80, 242, 258, 409, Εὐρ. Ἀλκ. 974, Ἀριστοφ. Ἱππ. 31, κτλ.· ἀνθρώπου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 958· ‒ παρὰ πεζοῖς, Στράβ. 3 2) παρ’ Ἀναξανδρ. Διδ. 1, ἁπλῆ εἰκών, μόνον ὁμοίωμα «ξόανον», δηλ. ἀναίσθητος, βλάξ.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
pl. τὰ βρέτη;
statue de bois, idole grossière.
Étymologie: DELG t. médit. sans étym.
Spanish (DGE)
τό
• Morfología: [dat. βρέτει A.Eu.259; plu. nom. y ac. βρέτεα A.Supp.463, pero βρέτη A.Th.95; gen. βρετέων A.Supp.429; ép. dat. βρετάεσσιν Nic.Fr.74.68]
1 imagen, estatua de dioses, A.Eu.80, ll.cc., β. θεᾶς E.Alc.974, ἅγιον ... βρέτας Ar.Lys.262, cf. S.Fr.10c.8, Ar.Eq.31, Heraclid.Pont.46a, Call.Fr.196.29, Nic.l.c., Iul.Or.1.29d, Nonn.D.44.45
•de hombres muertos IG 7.118 (Mégara II d.C.), IUrb.Rom.175 (III d.C.), IEphesos 1319 (IV d.C.).
2 fig. mera imagen, zoquete Anaxandr.11, EM 213.6G.
• Etimología: Gener. se admite un término mediterráneo sin etim. La palabra está en alemán Brett ‘tabla’.
Greek Monolingual
βρέτας, το (Α)
1. ξύλινο ομοίωμα θεών, ξόανο
2. ξύλινος ανδριάντας
3. (για άνθρωπο) κούτσουρο, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. μεσογειακής προελεύσεως. Η άποψη κατά την οποία βρέτας < bheredh- «κόβω», bhrdho- «ξύλο», και εκείνη κατά την οποία βρέτας < bhretom δεν γίνονται αποδεκτές, γιατί το -τ- παραμένει ανερμήνευτο].