δημιουργώ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ) δημιουργός
1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ.
β. «δημιούργησε έξοχα έργα»
2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ του μηδενός
νεοελλ.
1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα του δημιούργησε όλη αυτή τη χασμωδία»)
2. επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω
3. (για καλλιτέχνες) εκτελώ έργα πρωτότυπα («δημιούργησε έργο καθαρής φαντασίας»)
4. παθ. δημιουργούμαι
διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. είμαι δημιουργός, ασκώ βιοτεχνικό επάγγελμα («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)
2. έχω το αξίωμα του δημιουργού
3. γεν. έχω κάποια πολιτική αρχή
4. (με αιτ.) διοικώ, διευθύνω
(«δημιουργεόντων τὰ ἱερά», επιγρ.)
5. διαπλάθω, ασκώ, διαμορφώνω («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῡντι τον υἱόν»)
6. τα δημιουργούμενα
τα προϊόντα τών τεχνών.