διεκφεύγω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκφεύγω Medium diacritics: διεκφεύγω Low diacritics: διεκφεύγω Capitals: ΔΙΕΚΦΕΥΓΩ
Transliteration A: diekpheúgō Transliteration B: diekpheugō Transliteration C: diekfeygo Beta Code: diekfeu/gw

English (LSJ)

strengthd. for ἐκφεύγω, Plu.Cam.27 (v.l.);

   A κακίαν Corp.Herm.12.7; διὲκ πέτρας φ. A.R.2.616.

German (Pape)

[Seite 618] (s. φεύγω), entfliehen; τὸν κίνδυνον Plut. Camill. 27.

Greek (Liddell-Scott)

διεκφεύγω: ἐπιτεταμ. ἐκφεύγω, Πλούτ. Καμίλλ. 27˙ διὲκ πέτρας φ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 616.

French (Bailly abrégé)

ao.2 part. διεκφυγόντες;
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: διά, ἐκφεύγω.

Spanish (DGE)

1 escapar de o evitar τὰς χεῖρας ἡμῶν I.BI 13.495 (var.), τὸν ἄνδρα Plu.Cic.20, κακίαν ... τῷ νοῦν ἔχοντι διεκφυγεῖν ἐστι el que está dotado de intelecto puede escapar del vicio, Corp.Herm.12.7, τὸν μεθ' ἡμῶν κλῆρον Ps.Callisth.3.21Γ (p.370), τὸν κίνδυνον Vett.Val.103.21, τὸ πολύσημον τῆς τοῦ γενητοῦ φωνῆς Phlp.Aet.173.13.
2 local escapar a través de, huir cruzando c. ac. διὲκ πέτρας φυγέειν escapar a través de las piedras A.R.2.616 (tm.), c. gen. τῶν λίνων D.P.Au.2.5.

Greek Monolingual

(Α) εκφεύγω
1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω
2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)
αρχ.
(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.