έκσταση
Greek Monolingual
η (AM ἔκστασις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξίσταμαι
νεοελλ.
1. θαυμασμός, κατάπληξη
2. η απόσπαση του πνεύματος από την κανονική κατάστασή του και η πλήρης απορρόφησή του από μια ισχυρή εντύπωση, η εμβροντησία, το θάμβος
3. απασχόληση με θεία και υπερφυσικά φαινόμενα
3. παθολογική, ψυχική κατάσταση («έκσταση φρενών» — διατάραξη τών φρενών, φρενοβλάβεια, παραφροσύνη)
5. (φιλοσ.) μυστικοπάθεια, μυστικισμός, μεταρσίωση, ανάταση της ψυχής, κατά την οποία ο άνθρωπος αποσπάται τελείως από τα εγκόσμια αισθητά πράγματα και αφοσιώνεται νοερά και ψυχικά στο θείον
6. (ποιητ.) έμπνευση
7. (νομ.) η παραχώρηση της περιουσίας του οφειλέτη στους δανειστές του
μσν.
ταραχή, ανησυχία, στενοχώρια
αρχ.
1. εκτόπιση, μετάθεση
2. αλλαγή, μεταβολή, διάκριση
3. παρακμή, κατάπτωση
4. ηθική μεταβολή προς το καλύτερο ή το χειρότερο
5. κίνηση προς τα έξω
6. παραμέρισμα
7. φόρος για εκχώρηση
8. η νεοπλατωνική έκσταση
9. έξαψη, από μέθη ή φιληδονία.