ἔκτοπος

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτοπος Medium diacritics: ἔκτοπος Low diacritics: έκτοπος Capitals: ΕΚΤΟΠΟΣ
Transliteration A: éktopos Transliteration B: ektopos Transliteration C: ektopos Beta Code: e)/ktopos

English (LSJ)

ον,

   A away from a place, c. gen., τῶνδ' ἑδράνων πάλιν ἔ. ἔκθορε S.OC233 (lyr.); distant, ἄρουρα Id.Tr.32; ἔ. ἔστω let him leave the place, E.Ba. 69 (anap.).    II foreign, strange, [τέθνηκεν] αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου by no strange hand, S.Tr.1132.    2 out of the way, strange, extraordinary, δένδρον Ar.Av.1474 (lyr.); ὁτιοῦν τῶν ἐ. Pl. Lg.799c; χειμών Thphr.CP6.18.12; ἱστορία ἔ. Plu.2.977e; of persons, eccentric, Arist.Pr.954b2. Adv. -πως extraordinarily, Id.Mir. 833a14, PPetr.3p.150, Plb.32.3.8: Comp. -ωτέρως Arist.Metaph.989b30 codd.    3 ἔκτοπον· ἔξοδον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 782] 1) wie ἐκτόπιος, entfernt von seinem Orte, entfernt; ἄρουρα Soph. Tr. 32; τῶνδ' ἑδράνων ἔκτοπος ἔκθορε O. C. 232, entferne dich von diesem Sitze; dah. ein Fremder, ein Anderer, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου τέθνηκεν Tr. 1122. – 2) ungewöhnlich, außerordentlich, dem συνήθης entgeggstzt; Plat. Legg. VII, 799 e; δένδρον Ar. Av. 1474; bes. bei Arist. u. Sp., wie Plut. u. Luc. häufig auch in der Bdtg bes Abenteuerlichen u. Abgeschmackten. – Adv. ἐκτόπως, außerordentlich; Pol. 32, 7, 8 Luc. Tox. 13 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτοπος: -ον, ἔξω τόπου τινός, μετὰ γεν., τῶνδε’ ἑδράνων πάλιν ἔκτ. ἔκθορε Σοφ. Κ. 233· ἀπέχων, ἀπομεμακρυσμένος, ἄρουρα ὁ αὐτ. Τρ. 32· ἔκτοπος ἔστω, ἂς φύγῃ, ἂς ἀπομακρυνθῇ ἐκ τοῦ τόπου, Εὐρ. Βάκχ. 70. ΙΙ. ξένος, τέθνηκεν αὐτὴ πρὸς αὐτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου, οὐχὶ ὑπὸ ξένης χειρός, Σοφ. Τρ. 1132 (ὁ Meineke εἰκάζει: ἐντόπου ἐπιτοπίου). 2) ἔξω τοῦ συνήθους, παράδοξος, ἔκτακτος, δένδρον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1474· ὁτιοῦν τῶν ἐκτ. Πλάτ. Νόμ. 799C· χειμὼν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 12· στοιχεῖα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. σ. 1. 8, 17· ἱστορία ἔκτ. Πλούτ. 2. 977Ε· ἐπὶ προσώπων, παράδοξος, παράξενος, ἰδιότροπος, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 20· πρβλ. ἄτοπος. - Ἐπίρρ. -πως, ὑπερβαλλόντως, ὑπερφυῶς, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 37, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 ôté de sa place, déplacé, éloigné de, gén. ; éloigné, distant;
2 étranger;
3 étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἐκ, τόπος.

Spanish (DGE)

-ον
I en sent. fís.
1 alejado, distante c. gen. τῶνδ' ἑδράνων S.OC 233, γῄτης ὅπως ἄρουραν ἔκτοπον λαβών como un labrador que adquiere un campo alejado S.Tr.32, ἔ. ἔστω ... ἅπας que salga todo el mundo E.Ba.69.
2 extranjero, extraño αὐτὴ πρὸς αὑτῆς, οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου (τέθνηκεν) ella ha muerto por su propia mano, no por la de ningún extraño S.Tr.1132.
II fig.
1 de cosas y abstr. extraordinario, asombroso, fuera de lo normal ἔστι γὰρ δένδρον πεφυκός ἔκτοπόν τι Ar.Au.1474, ἀκούσας ὁτιοῦν τῶν ἐκτόπων Pl.Lg.799c, ἡ ὑγρότης πολλὴ, καὶ ὁ χειμὼν ἔ. hay mucha humedad y el frío invernal es extraordinario Thphr.CP 6.18.12, πνεῦμα Thphr.Ign.22, ἀηδία τις συμβέβηκεν ἔ. ha ocurrido un contratiempo asombroso Men.Sam.434, ὦ Ζεῦ Σῶτερ, ἐκτόπου θέας ¡Zeus Salvador, qué asombrosa visión! Men.Dysc.690, ὢ τῆς οἰκίας τῆς ἐκτόπου ¡qué casa más extravagante! Men.Dysc.624, ἱστορία Plu.2.977d, τάρβος Aret.SD 1.5.6, ἡ ἔ. πλεονεξία la extraordinaria codicia Luc.Iud.Voc.6, ζηλοτυπία τις ... καὶ ἔρως ἔ. Luc.DMeretr.15.2, cf. Ph.2.414, τὸ ἔκτοπον καὶ ξένον καὶ καινὸν ὄντως Ph.1.619, φαντασίαι Meth.Symp.106
peyor. aberrante, descabellado βλασφημία Gr.Nyss.Eun.1.521, ἀσέβεια Pamph.Mon.Solut.12.143.
2 de pers. raro, excéntrico Arist.Pr.954b2.
III adv. -ως
1 extraordinariamente πυρῶδες μὲν καὶ θερμὸν ἐ. Arist.Mir.833a15, ἀγαπῶ τ' ἐ. Men.Dysc.824, ἐ. φιλάργυρος PPetr.3.53j.14 (III a.C.), ὄψις ... ἐ. ἦν ... φοβερά Plb.32.3.8, ἡ ... Πλατωνικὴ διάλεκτος ... ἐ. ἡδεῖά ἐστιν D.H.Dem.5.2, σπουδάζουσι δ' ἐ. I.BI 2.136, ἐ. φιλεργοί Ant.Lib.10.1.
2 raramente οἱ ... Πυθαγόρειοι ταῖς μὲν ἀρχαῖς καὶ τοῖς στοιχείοις ἐκτοπωτέρως χρῶνται τῶν φυσιολόγων los pitagóricos se sirven de los principios y elementos con menor frecuencia que los filósofos naturales Arist.Metaph.989b30 (cód.).
3 desordenada, viciosamente οἱ ἐ. βεβιωμένοι Cyr.Al.M.69.1084B.

Greek Monolingual

ἔκτοπος, -ον (AM)
I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο
2. ξένος, αλλοδαπός
3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος
4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου
5. «ἔκτοπον
ἔξοδον» (Ησύχ.)
II. επίρρ. ἐκτόπως
εκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.