εξάνθηση

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐξάνθησις) [[[εξανθώ]])
1. δερματική αλλοίωση, εξάνθημα
2. άνθισμα, επάνθηση, λουλούδιασμα
νεοελλ.
(χημ.-ορυκτολ.)
1. η μεταβολή σε κονιώδη κατάσταση τών διαφανών κρυστάλλων ένυδρων αλάτων που εκτέθηκαν στον αέρα με την αποβολή του κρυσταλλικού ύδατος που περιέχουν
2. η εμφάνιση πάνω στην επιφάνεια ενός σώματος επιχρίσματος από άνυδρα άλατα (π.χ. στο σαπούνι) ή η συσσώρευση σκουριάς στην επιφάνεια μετάλλου
αρχ.-νεοελλ. η έκφυση, το φύτρωμα τριχών («ἴουλος, ἡ πρώτη ἐξάνθησις τῶν ἐν τῷ γενείῳ τριχῶν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
απώλεια της ακμής, της ανθηρότητας, εξάτμιση, ξεθύμασμαἐξάνθησις... τῆς προϋπαρχούσης ὀσμής», Θεόφρ.).