ἐπανίημι

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανίημι Medium diacritics: ἐπανίημι Low diacritics: επανίημι Capitals: ΕΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: epaníēmi Transliteration B: epaniēmi Transliteration C: epaniimi Beta Code: e)pani/hmi

English (LSJ)

   A let loose at, σοὶ δ' ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκε Il.5.405.    II let go, give up, c. acc., ταῦτ' ἐπανέντας D.2.30; dismiss, τὸν παρόντ' ἐπανεῖναι φόβον Id.18.177; remit, τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς Plu.Lyc.22; release from, τὰς κύνας ἐ. τῶν πόνων X.Cyn.7.1; relax, τῆς ὀργῆς Ruf. ap. Orib.6.38.5.    2 relax, τὸν δακτύλιον (v. δακτύλιος 11.2) Dsc.Eup.2.56: more freq. intr., relax, leave off, τέμνων οὐκ ἐπανῆκεν πρὶν . . Pl.Phdr.266a: abs., of spasms, σιηγὼν ἐπανῆκε Hp. Epid.3.17.β'; μὴ ἐπανιείς without slackening speed, X.Cyn.4.5; ἐπανῆκεν ὁ σῖτος corn became easier in price, D.32.25; ἐπανέντα lukewarm, opp. θερμά, Sosip.1.53.

German (Pape)

[Seite 902] (s. ἵημι), nachlassen, fahren lassen; τινὰ τῶν πόνων, ausruhen lassen von, Xen. Cyn. 7, 1; τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς Plut. Lyc. 22; aufgeben, unterlassen, Dem. 2, 30; δεῖ τὸν παρόντα ἐπανεῖναι φόβον 18, 177. – Gew. intr., nachlassen, von der Krankheit, Hippocr.; οὐκ ἐπανῆκε τέμνων πρίν Plat. Phaedr. 266 a; ὡς ἐπανῆκεν ὁ σῖτος Dem. 32, 25, das Getreide sank im Preise; τῶν ὄψων τὰ μὲν θερμὰ παραθεῖναι, τὰ δ' ἐπανέντα, τὰ δὲ μέσως, τὰ δ' ὅλως ἀποψύξαντα Sosip. Ath IX, 378 (v. 53). – Auch pass., ἀτελής, ὃς ἐπανεῖται τὰ τέλη, dem die Abgaben erlassen worden, Poll. 8, 156; ἁρμονία ἐπανειμένη Plut. mus. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανίημι: ἐπαφίημι, ἐπιπέμπω, ἀπολύω τινὰ ἐναντίον τινός, σοὶ δ᾿ ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκεν Ἰλ. Ε. 405. ΙΙ. ἀφίνω κατὰ μέρος, μετ᾿ αἰτ., δεῖ δὴ ταῦτα ἐπανέντας Δημ. 26. 27 μετριάζω, πρῶτον μὲν οὖν τὸν παρόντα ἐπανεῖναι φόβον ὁ αὐτὸς 287. 7· χαλαρώνω κἄπως, τότε δὲ καὶ τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς ἐπανιέντες κτλ. Πλουτ. Λυκ. 22· ἀπαλλάσω, ἐπανιέντα τῶν πόνων (τὰς κύνας) Ξεν. Κυν. 7, 1. 2) ἀμεταβ., παύομαι, τέμνων οὐκ ἐπανῆκε πρίν... Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· ἀπολ., ἐπὶ σπασμῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1096· διωκέτωσαν δὲ ἐρρωμένως καὶ μὴ ἐπανιεῖσαι, μὴ ἐλαττοῦσαι τὸν δρόμον, Ξεν. Κυν. 4. 5, πρβλ. 7. 11., 10, 11· ἐπανῆκεν ὁ σῖτος, Λατ. annona laxavit, ἐχαλαρώθη, ἔπεσεν ἡ τιμὴ τοῦ σίτου, Δημ. 889. 9· τῶν ὄψων τὰ μὲν θερμὰ παραθεῖναι, τὰ δὲ ἐπανέντα, χλιαρά, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 53 (Ἀθήν. 378F.)

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανήσω, ao. ἐπανῆκα, etc.
I. tr. 1 relâcher, laisser aller : τινί τι abandonner ou remettre qch à qqn;
2 écarter : τὸν φόβον DÉM s’affranchir de la crainte;
II. intr. 1 se relâcher;
2 diminuer de prix.
Étymologie: ἐπί, ἀνίημι.

Greek Monolingual

ἐπανίημι (Α) ίημι
1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.)
3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ («τοῑς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς ἐπανιέντες», Πλούτ.)
4. απαλλάσσω («σκυλακεύειν δὲ αὐτὰς ἐπανιέντα τῶν πόνων τοῡ χειμῶνος», Ξεν.)
5. (αμτβ.) σταματώ («τέμνων οὐκ ἐπανῆκε πρίν...», Πλάτ.)
6. (για κυνηγετικά σκυλιά) ελαττώνω την ταχύτητα
7. (για σιτάρι) υφίσταμαι υποτίμηση, φτηναίνω
8. (για φαγητά) φρ. «ἐπανέντα ὄψα» — τα χλιαρά φαγητά.