ἐπιχείρημα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχείρημα Medium diacritics: ἐπιχείρημα Low diacritics: επιχείρημα Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ
Transliteration A: epicheírēma Transliteration B: epicheirēma Transliteration C: epicheirima Beta Code: e)pixei/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A undertaking, attempt, esp. of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.; μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c ; πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt.317a.    2 base of operations against, κατὰ Κύπρου App.Syr.52.    II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism (φιλοσόφημα), Top.162a16, etc.: so in Rhet., [Cic.]ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ -ημάτων, title of work by Minucianus.

German (Pape)

[Seite 1003] τό, das Unternehmen, Beginnen, Isocr. 2, 3; Xen. u. A.; kriegerische Unternehmung, Thuc. 7, 47; Xen. Hell. 1, 2, 6; das Betreiben einer Sache, καὶ σπουδή Plat. Gorg. 502 b; plur., Men. 88 c. – Auch der Punkt, von wo aus man Etwas unternehmen kann, Operationspunkt, κατά τινος, App. Syr. 52. – Die Schlußfolge, Folgerung, Arist. πρὸς τὴν θέσιν, topic. 2, 4; Plut. u. Sext. Emp. oft; von Kunstgriffen in den Schlüssen, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχείρημα: τό, ὡς καὶ νῦν, ἰδίως στρατιωτικόν, Θουκ. 7. 47, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2. 6, κτλ.· ἐπ. ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 113C· πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317B. 2) τὸ σημεῖον τὸ χρησιμεῦον ὡς βάσις τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἀππ. Συρ. 52· ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπιχειρουμένη ἀπόδειξις, οἵας γίνεται χρῆσις ἐν τῇ Διαλεκτικῇ καὶ ἥτις εἶναι σύντομός τις μετ’ αἰτιολογίας ἀπόδειξις (φιλοσόφημα), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12 κ. ἀλλ., πρβλ. Trendelenb. Λογ. Ἀριστ. σ. 100· οὕτως ἐν τῇ Ρητορικῇ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 entreprise, particul. entreprise militaire, attaque;
2 brève argumentation ; particul. épichérème, sorte de syllogisme.
Étymologie: ἐπιχειρέω.

Greek Monolingual

το (AM ἐπιχείρημα) επιχειρώ
1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα
2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον του εχθρού
3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία
αρχ.
βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.