καρπάλιμος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάλῐμος Medium diacritics: καρπάλιμος Low diacritics: καρπάλιμος Capitals: ΚΑΡΠΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: karpálimos Transliteration B: karpalimos Transliteration C: karpalimos Beta Code: karpa/limos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.

   A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. -μως swiftly, Il. 1.359, etc.    2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.

German (Pape)

[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt, agile, rapide.
Étymologie: R. Καρπ, être rapide, cf. κραιπνός.

English (Autenrieth)

(cf. κραιπνός): swift. —Adv., καρπαλίμως, swiftly, speedily, quickly.

English (Slater)

καρπᾰλῐμος
   1 swift ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)

Greek Monolingual

καρπάλιμος, -ον (Α)
1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.)
2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» — από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.).
επίρρ...
καρπαλίμως (Α)
ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. καλπάλιμος < κάλπη «καλπασμός, τρέξιμο» + κατάλ. -άλιμος (πρβλ. ειδ-άλιμος, κυδ-άλιμος). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από καρπός (II) «καρπός χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huerban «στρίβω»].