λυμαίνω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

French (Bailly abrégé)

I. (Act. seul. ao. ἐλύμηνα, forme réc.) endommager, souiller ; Pass. être maltraité, se gâter : ἃ οὔτε κατασήπεται οὔτε λυμαίνεται XÉN ce qui ne se pourrit ni ne se corrompt;
II. Moy. λυμαίνομαι (f. λυμανοῦμαι, ao. ἐλυμηνάμην);
1 souiller, gâter, corrompre : λ. νόμους LYS violer les lois;
2 ruiner, détruire : ὅσα μετ’ ἐλπίδων λυμαίνεται THC tout ce qui est détruit avec nos espérances;
3 maltraiter, traiter indignement, acc. : λύμῃσι ἀνηκέστοισι λυμαίνεσθαί τινα HDT infliger à qqn le plus indigne traitement ; τινι : λ. νεκρῷ HDT faire subir à un mort d’indignes traitements ; πάντα λυμαίνεσθαι HDT infliger tous les mauvais traitements possibles.
Étymologie: λύμη.

Greek Monolingual

(AM λυμαίνω) λύμη
μέσ. λυμαίνομαι
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ.
γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)
μσν.
μέσ. καταστρέφομαι, βλάπτομαι
μσν.-αρχ.
ενεργ. καταστρέφω
αρχ.
μέσ.
1. μεταχειρίζομαι κάποιον με άσχημο τρόπο, βασανίζω, κακοποιώ κάποιον, ιδίως με μαστίγωση ή με φυλάκιση, με δεσμά («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῑνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», Ηρόδ.)
2. σκοτώνω, φονεύω («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῑς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», Ηρωδιαν.)
3. (σχετικά με νόμο) τροποποιώ, μεταβάλλω προς το χειρότερο («οὗτος αὐτοῡ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)
4. (για ηθοποιό) διαστρέφω, παραμορφώνω με την κακή μου απαγγελία («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», Δημοσθ.)
5. (με ηθική έννοια) προσβάλλω, ατιμάζω, ντροπιάζω («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῑς μειρακίοις», Αριστοφ.)
6. (με δοτ. του τρόπου) μεταχειρίζομαι κάποιον με τον χειρότερο τρόπο
7. επιφέρω κάθε δυνατή βλάβη ή ζημιά
8. μολύνω, λερώνω
9. επιβάλλω πρόστιμο ή ποινή
10. παθ. α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας», Αισχύλ.)
β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.