μελάγχιμος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχῐμος Medium diacritics: μελάγχιμος Low diacritics: μελάγχιμος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: melánchimos Transliteration B: melanchimos Transliteration C: melagchimos Beta Code: mela/gximos

English (LSJ)

ον, poet. for μέλας,

   A black, dark, γυῖα, στρατός, A. Supp.719,745 (lyr.); φάρη Id.Ch.11; πέπλοι, οἶς, E.Ph.372, El.513; νύξ A.Pers.301; τὰ μ. dark spots in snow, X.Cyn.8.1, cf. Poll.5.66.— For the form cf. δύσχιμος.

German (Pape)

[Seite 117] (vgl. δύσχιμος), schwarz; λευκον ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, Aesch. Pers. 293, φάρεα, Ch. 11, γυῖα, Suppl. 700; πέπλος, Eur. Phoen. 375, γαίας πέδον, Rhes. 962; τὰ μελάγχιμα, = Vor., Poll. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλας, μαῦρος, σκοτεινός, γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir, sombre.
Étymologie: μέλας, -χιμος ; cf. δύσχιμος.

Greek Monolingual

μελάγχιμος, -ον (Α)
1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα
μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θ. χιμ-(μηδενισμένη βαθμίδα του θ. χειμ-, πρβλ. χεῖμα, χειμών), πρβλ. δύσ-χιμος].