μηκέτι

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκέτι Medium diacritics: μηκέτι Low diacritics: μηκέτι Capitals: ΜΗΚΕΤΙ
Transliteration A: mēkéti Transliteration B: mēketi Transliteration C: miketi Beta Code: mhke/ti

English (LSJ)

Adv., (formed from μή, ἔτι, with κ inserted on a false analogy with οὐκέτι)

   A no more, no longer, no further, Il.13.292, Hes.Op. 174, Pi.O.1.5, A.Ch.805 (lyr.), IG12.75.29, etc.

German (Pape)

[Seite 171] (nach οὐκέτι gebildet), nicht mehr, nicht länger; ἀλλ' ἄγε μηκέτι λεγώμεθα, νηπύτιοι ὥς, Il. 13, 292 u. öfter so in Aufforderungen und Verboten; Pind. Ol. 1, 182; μηκέτ' ἐςέλθῃς, Aesch. Ag. 1307; c. opt., Ch. 794; μηκέτι ἔξω πόδα κλίνῃς, Soph. O. C. 192; μηκέτ' ἐλπίσῃς, El. 951; nach Absichtspartikeln, ὅπως μηκέτ' ἆμαρ ἄλλ' εἰσίδω, Ant. 1314; c. partic., ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; εἴπερ μηκέτι ἐπισκεψόμεθα, Plat. Rep. IV, 430 d; ὥςτε μηκέτι πορεύεσθαι, Critia. 109 a; c. imper., μηκέτι πλείω λέγε, Rep. V, 471 c; μηκέτι νουθετήσῃς, Gorg. 488 b; μηκέτι ποιώμεθα, Legg. IV, 723 d; Folgde; nicht wieder, Xen. An. 5, 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μηκέτι: ἐπίρρ. (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μή, ἔτι, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ κ κατὰ ψευδῆ ἀναλογίαν πρὸς τὸ οὐκέτι) ὄχι πλέον, Ὅμ., κτλ.· μηδ’ ἔτι, μήτε τοῦ λοιποῦ πλέον, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
ne… plus.
Étymologie: μή, ἔτι ; le κ p. anal. avec οὐκέτι.

English (Autenrieth)

no longer, no more.

English (Slater)

μηκέτι c. impv.,
   1 no longer μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἄστρον (O. 1.5) μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114) μηκέτῖ ῥίγει (N. 5.50) καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν (I. 4.13)

English (Strong)

from μή and ἔτι; no further: any longer, (not) henceforth, hereafter, no henceforward (longer, more, soon), not any more.

English (Thayer)

(from μή and ἔτι), adverb, employed in the same constructions as μή; no longer; no more; not hereafter:
a. with 3rd person singular 2nd aorist subjunctive, R G Tr text; with 2nd person singular L T Tr text WH); ἵνα μηκέτι: βόω (ἐπιβόω), ἀπείλω, λέγω καί μαρτύρομαι, εἰς τό, ὥστε, τοῦ μηκέτι δουλεύειν, Winer's Grammar, § 65,10); οὐ μηκέτι (see μή, IV:3): with 2nd aorist subjunctive L T Tr marginal reading WH.

Greek Monolingual

μηκέτι)
επίρρ. (ως απαγορευτικό για αποτροπή επανάληψης μιας πράξης στο μέλλον) όχι πλέον («ἴδε, ὑγιὴς γέγονας
ὕπαγε καὶ μηκέτι ἁμάρτανε», ΚΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή + ἔτι, με παρεμβολή του -κ- αναλογικά προς το οὐκ-έτι].