μυθίζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθίζω Medium diacritics: μυθίζω Low diacritics: μυθίζω Capitals: ΜΥΘΙΖΩ
Transliteration A: mythízō Transliteration B: mythizō Transliteration C: mythizo Beta Code: muqi/zw

English (LSJ)

   A = μυθέομαι, Dor.μυθίσδω Theoc. 10.58, 20.11; Lacon. μυσίδδω Ar.Lys.94, 1076: aor. μυσίξαι ib.981:— Med., ψεύδεα κατὰ πάντων μ. Perict. ap. Stob.4.28.19, cf. Orph.A. 191.

German (Pape)

[Seite 214] = μυθεύω, Strat. 23 (XII, 281). – Auch im med., Orph. Arg. 189 u. a. sp. D. S. das lakon. μυσίδδω.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθίζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. μυσίδδω Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι αὐτόθι 981· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.
c. μυθέομαι.

Greek Monolingual

μυθίζω (ΑΜ, Α δωρ. τ. μυθίσδω, λακωνικός τ. μυσίδδω) μύθος
λέγω («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ' ἁμέ», Αριστοφ.)
αρχ.
καλώ, αποκαλώ, επονομάζω.