μυρμήγκι
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek Monolingual
και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και μερμούγκι και μερμούκιν, τὸ
υμενόπτερο έντομο που κατά τη νεώτερη κατάταξη ανήκει στην οικογένεια τών φορμικιδών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ασήμαντος («μέ βλέπει σαν μυρμήγκι»)
αρχ.
1. είδος αρπακτικού ζώου
2. βράχος κρυμμένος στη θάλασσα, ύφαλος
3. πυγμαχικό γάντι με μεταλλικά κυρτώματα και καρφιά στην επιφάνειά του σαν μυρμηγκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονόματα εντόμων που χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην καθημερινή γλώσσα υπόκεινται σε φθογγικές μεταβολές και εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών κατά γλώσσα τόσο ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή της ρίζας τους (πρβλ. την ποικιλία τών ΙΕ ριζών morw-i, mour- και meur-, όπου ανάγονται τα αβεστ. maoiri-, αρχ. σλαβ. mraviji, αρχ. ρωσ. morovij, αρχ. νορβ. maurr και αρχ. σουηδ. myra. Στην αρχ. Ινδική εμφανίζεται στην αρχή τών τ. w- και στη συνέχεια -m- (πρβλ. αρχ. ινδ. vamra και valmīka «μυρμηγκοφωλιά»), γεγονός που οφείλεται μάλλον σε ανομοιωτική τροπή του αρχικού -m- σε -w-. Με τους τ. της αρχ. Ινδικής θα μπορούσαν να συνδεθούν οι γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχ. βόρμαξ και βύρμακες < μύρμᾱξ με ανομοίωση (όπου το β- ανάγεται σε F-), καθώς και ο τ. ὄρμικας στον οποίο το F- έχει σιγηθεί. Προϊόν ανομοίωσης θα πρέπει να θεωρηθεί και το λατ. formīca «μερμήγκι» < mormīca (πρβλ. formīdo < mormīdo). Στον τ. μύρμηξ εμφανίζεται το επίθημα -ηξ με λαρυγγικό φθόγγο (πρβλ. σκώληξ, σφήξ, και τα λατ. formīca και αρχ. ινδ. valmīka-). To -υ- του μύρμηξ, τέλος, αποτελεί μάλλον αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -υρ- (αντί -αρ- ή -ρα-), πρβλ. ἄγυρις < ἀγείρω. Ο νεοελλ. τ. μυρμήγκι με απόδοση του αρχ. επιθήματος -ηξ, -ηκος με -γκ- (πρβλ. σφήξ - σφήγκα), ενώ ο τ. μερμήγκι με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-.
ΠΑΡ. (Τού μύρμηξ) μυρμη(γ)κιά (Ι), μυρμη(γ)κιά (ΙΙ)
αρχ.
μυρμήκειος, μυρμηκίας, μυρκηκίτης, μυρμηκίτις, μυρμηκώδης, μυρμηκώεις
αρχ.-μσν.
μυρμηκίζω, μυρμήκιον
νεοελλ.
μυρμυκικός. (Τού μυρμήγκι) μσν. μυρμηγκόνα
μσν.-νεοελλ. μύρμηγκας
νεοελλ.
μυρμηγκιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μύρμηξ, -ηκος): μυρκηκολέων
αρχ.
μυρμηκάνθρωποι, μυρμηκοτρώγλη
αρχ.-μσν.
μυρμηκοειδής
μσν.
μυρμηκοτέττιξ
μσν.-νεοελλ. μυρμηκόβιος
νεοελλ.
μυρμηκοφάγος, μυρμηκοφιλία. (Α' συνθετικό μυρμήγκι): μσν. μυρμηγκοσφόνδυλος
νεοελλ.
μυρμηγκοβότανο, μυρμηγκολόγος, μυρμηγκότρυπα, μυρμηγκοφωλιά. (Β' συνθετικό μύρμηξ) αρχ. αγριομύρμηξ, ιππομύρμηξ, λεοντομύρμηξ.