νεότητα

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) νέος
1. η ιδιότητα του νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ.
β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος δὲ τὸ γῆρας αἰεί», Ευρ.)
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών νεαρών ατόμων και ιδίως αυτών που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία, η νεολαία («η νεότητα κάθε εποχής αλλά και κάθε κοινωνίας έχει τον δικό της τρόπο σκέψης»)
νεοελλ.-μσν.
1. νεανικό σῶμα, νεανική κορμοστασιά
2. φρ. «χάνω τη νιότη μου»
i) πεθαίνω νέος
ii) περνούν αναξιοποίητα τα νεανικά μου χρόνια, χαραμίζονται τα νιάτα μου
μσν.
1. άτομο νεαρής ηλικίας
2. (κατ' επέκτ.) οι χάρες της νεανικής ηλικίας
3. μτφ. (για την άνοιξη) ξεκίνημα, αρχή
4. (για δέντρα) θαλερά κλαδιά
5. φρ. α) «ἀποκόπτω τὸ ἄνθος (ή τὸ κάλλος) τῆς νεότητος» ή «κόβω τὴ νιότη» — θανατώνω κάποιον σε νεαρή ηλικία
β) «ἀπολλύνω τὸ ἄνθος τῆς νεότητος» ή «στεροῡμαι τὴν νιότην μου» — πεθαίνω νέος
αρχ.
1. ορμή η οποία προσιδιάζει στους νέους, νεανικό θάρρος ή νεανική τόλμη
2. νεανική επιπολαιότητα, ανοησίανεότης καὶ ἄνοια», Πλάτ.)
3. νεανική υπεροψία («ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψας ἑαυτὸν εἰς ἰάμβους, πολλὰ τὸν Σκιπίωνα καθύβρισε», Πλούτ.)
4. ως κύριο όν. Νεότης
η θεά της εφηβικής ηλικίας
5. (στην Κρήτη ἁ νεότος
συμβούλιο αρχόντων το οποίο εκπροσωπούσε τους νέους.