ομοιοστασία

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)

Source

Greek Monolingual

και ομοιόσταση, η
1. βιολ. διαδικασία αυτορρύθμισης με την οποία ένας οργανισμός τείνει να διατηρήσει σταθερές ορισμένες βιολογικές παραμέτρους του σε αντιστάθμιση τών μεταβολών του εξωτερικού περιβάλλοντος
2. (κοινων.) ισοσταθμιση μεταξύ πολλών κοινωνικών φαινομένων που σχετίζονται μεταξύ τους
3. (ψυχολ.) έμφυτη τάση που έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας συμπεριφοράς η οποία κατατείνει στη διατήρηση της σταθερότητας στο ψυχολογικό πεδίο
4. τεχνολ. τύπος δυναμικής ισορροπίας ο οποίος χαρακτηρίζει σύνθετα αυτορρυθμιζόμενα συστήματα και συνίσταται στη διατήρηση τών πολύ βασικών για τη λειτουργία του συστήματος χαρακτηριστικών μέσα στα επιτρεπτά όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeostasis (< ομοιο- + στάση)].