ὀροφή

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροφή Medium diacritics: ὀροφή Low diacritics: οροφή Capitals: ΟΡΟΦΗ
Transliteration A: orophḗ Transliteration B: orophē Transliteration C: orofi Beta Code: o)rofh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐρέφω)

   A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu.173, etc.: pleon., καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155 ; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48 ; cf. κέραμος 11.2: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7.    2 top of a beehive, Arist.HA624a6.    II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.

German (Pape)

[Seite 386] ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροφή: ἡ, (ἐρέφω) ἡ στέγη οἰκίας ἢ τὸ ἐσωτερικὸν στέγασμα, «ταβάνι», δωματίου, Ὀδ. Χ. 298, Ἡρόδ. 2. 148, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Ἀριστοφ., κλ.· πλεοναστ., καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155. ὀροφὴν διελεῖν, ἀφελεῖν τὰς κεραμίδας, Θουκ. 4. 48· πρβλ. κέραμος· - ἐν τῷ πληθ. τὰ ξύλα τῆς στέγης, τὸ τοῦ Πλινίου, contignationes, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7. 2) ἡ κορυφὴ κυψέλης μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
toit d’une maison.
Étymologie: ἐρέφω.

English (Autenrieth)

(ἐρέφω): roof, ceiling, Od. 22.298†.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀροφή)
η εσωτερική επάνω επιφάνεια ενός χώρου, το εσωτερικό επιστέγασμα ενός δωματίου, το ταβάνι
νεοελλ.
1. η στέγη ενός οικήματος, ενός κτηρίου
2. μτφ. το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα μέγεθος
3. (αεροπ.) το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου
4. (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη απόσταση της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό τουλάχιστον του ουράνιου θόλου από την επιφάνεια της θάλασσας ή του εδάφους
αρχ.
1. η κορυφή της κυψέλης τών μελισσών
2. συριακή ονομασί φυτού, αλλ. κροκοδιλιάς
3. στον πληθ. αἱ ὀροφαί
τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἐρέφω].