περαιτέρω
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
French (Bailly abrégé)
adv. au Cp.
1 plus loin ; fig. davantage : οὐδὲν ὅ τι ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω THC il arriva ce qui arrive d’ordinaire et même encore davantage ; avec un gén. au delà de;
2 abs. plus loin qu’il ne faut, trop loin.
Étymologie: περαῖος.
English (Thayer)
(πέραν) Ionic and epic περην, adv, from Homer down; the Sept. for עֵבֶר; beyond, on the other side;
a. τό πέραν, the region beyond, the opposite shore: Winer's Grammar, § 54,6): πέραν τῆς θαλάσσης, πέραν τοῦ Ιορδάνου, L T Tr WH); over, beyond) τό πέραν τῆς θαλάσσης, τοῦ Ιορδάνου, R G); τῆς λίμνης, τοῦ ποταμοῦ, Xenophon, an. 3,5, 2). (See Sophocles, Lexicon, under the word.)
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω
όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα»)
2. φρ. «το μη περαιτέρω» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η ανοχή του έφτασε στο μη περαιτέρω»)
αρχ.
φρ. «περαιτέρω [τοῡ δέοντος] πεπραγμένα» — πράξεις που ξεπερνούν το πρέπον και το ορθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. πέρα, σχηματισμένος από το επίθ. περαῖος (πρβλ. παλαιός: παλαίτερος)].