πληθύω
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
aor. subj.
A πληθύσῃ Pl.Ti.83e:—intr. form of πληθύνω, to be or become full, c. gen., νεκρῶν π. πέδον E.HF1172; ἡ πόλις π. ἀνδρῶν Arist.Pol.1270a39; ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή ib.1336a7: c. dat., πληθύοι αὐτῷ οἶκος παίδων γοναῖς IG12(9).1179.38 (Euboea, ii A.D.): abs., ἀγορῆς πληθυούσης, v. ἀγορά IV; ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων IG12.114.26,al., cf. Schwyzer 412 (Elis); of rivers, swell, rise, Hdt.2.19,20, etc.:—Med., ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος (v.l. πλήθεσθαι) ib. 93. 2 increase in number, multiply, A.Ch.1057, Pl.Lg.678b; increase in time, ὁ πληθύων χρόνος S.OC930:—Med., φῦλον ἐν τῷ ἑνὶ -όμενον possessing multiplicity in unity, Iamb.Myst.1.6. 3 abound, Pl.R.405a; τινι in a thing, S.Tr.54. 4 increase, grow, of the σπέρμα, Arist.Pol.1335a27. 5 spread, prevail, ὡς ἐπλήθυον λόγοι A.Ag.869; ὁ πληθύων λόγος the current story, S.OC377. II πληθύνω is generally trans., -ύω intr.; but πληθύω is trans. in S.Fr.718, κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην, and πληθύομαι is Pass. (in signf. make multiple, 'plurify') in Procl.Inst.125, Dam.Pr.139: πληθύνω is intr. in later writers, Arist.Mete.351b7, GA738a37 (in both places with v.l.), LXXEx.1.20, al., v.l. in Nic.Dam.19 J., Act.Ap.6.1, Hdn. 3.8.8; and πληθύομαι is Med. in Hdt.2.93 (s.v.l., v. supr.), and in codd. of A.Supp.604; cf. συμπληθύω. [ἐπλήθῠον A.Pers.421; πληθῡεται dub. in Id.Supp.604; quantity of υ elsewh. indeterminate.]
German (Pape)
[Seite 632] = πληθύνω, voll sein; τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον; Eur. Herc. F. 1172; von dem Greisenalter, ὁ πληθύων χρόνος, Soph. O. C. 934; πληθυούσης ἀγορῆς, Her. 4, 181 (vgl. πλήθω); von Flüssen, anschwellen, groß sein, 2, 19. 20; u. so auch als dep., ἐὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, 2, 93, wo aber eine gute Handschrift πλήθεσθαι hat. Einzeln bei Sp., ἡ χώρα ποταμοῖς πληθύει, Strab. 5, 1, 5. 16, 4, 5. – Zunehmen, überhand nehmen; ὡς ἐπλήθυον λόγοι, Aesch. Ag. 843, vgl. Soph. O. C. 378; πληθύοντος δ' ἡμῶν τοῦ γένους, Plat. Legg. III, 678 b; ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσῶν, Rep. III, 405 a.
Greek (Liddell-Scott)
πληθύω: ἀόρ. ὑποτ. πληθύσῃ Πλάτ. Τίμ. 83Ε· ― ἀμετάβ. τύπος τοῦ πληθύνω, εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης τινὸς πράγματος, τινός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1172. ἡ πόλις πλ. ἀνδρῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 17· ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφὴ αὐτόθι 7, 17, 1· ― ἀπολ., ἀγορῆς πληθυούσης, ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβ. Ἀνθ. 278, πρβλ. 272· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐξογκοῦμαι, ὑψοῦμαι, φουσκώνω, Ἡρόδ. 2. 19, 20, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, (ἔνθα δόκιμόν τι Ἀντίγραφον ἔχει πλήθεσθαι, ὁ Δινδ. γράφει πληθύνεσθαι), αὐτόθι 93. 2) αὐξάνομαι κατ’ ἀριθμόν, πολλαπλασιάζομαι, ἄναξ Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δὴ Αἰσχύλ. Χο. 1057, Πλάτ. Νόμ. 678Β. 3) ὑπάρχω ἐν ἀφθονίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 643· ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθουσῶν ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 405Α· τινι, ἔν τινι, Σοφ. Τρ. 54· ― ὡσαύτως, αὐξάνομαι κατὰ τὸ μέγεθος, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 8. 4) ἐκτείνομαι, ἐπικρατῶ, Λατ. invalescere, ὡς ἐπλήθυον λόγοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ὁ πληθύων λόγος, ὁ κυκλοφορῶν λόγος, Σοφ. Ο. Κ. 377· ὁ πληθύων χρόνος, ὁ αὐξόμενος χρόνος, αὐτόθι 930 ΙΙ. ἡ διάκρισις μεταξὺ τοῦ πληθύνω καὶ -ύω, ὡς μεταβ. καὶ ἀμεταβ., γίνεται καταφανὴς ἐκ τῶν παραδειγμάτων, καὶ ἐκ τῆς συνήθους χρήσεως τῶν ῥημάτων εἰς -ύνω. Ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἡ διαφορὰ αὕτη φαίνεται ὅτι παρημελήθη· τὸ πληθύνω ἀπαντᾷ ὡς ἀμετάβ. ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 12, (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφ. γραφ.), Ἡρῳδιαν. 3. 8, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 1· καὶ πληθύομαι ὡς μέσ. παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν τοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· ― ἀφ’ ἑτέρου εὑρίσκομεν συμπληθύω ὡς μεταβ. παρ’ Ἡροδ. 4. 48, 50, Λογγίν. 23· πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5, Πλούτ. 2. 1005F.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 être plein, être rempli ; abonder en, τινι;
2 s’accroître en nombre, se multiplier ; p. ext. s’accroître en volume, grossir ; fig. s’accroître, prendre de la force : ὁ πληθύων λόγος SOPH le bruit le plus répandu ; ὁ πληθύων χρόνος SOPH le temps qui croît, càd le grand nombre des années, la vieillesse;
Moy. πληθύομαι se remplir, se grossir en parl. d’un fleuve.
Étymologie: πληθύς.
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ.
β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ.
γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.)
αρχ.
1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ γένους», Πλάτ.)
2. αφθονώ («ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσὼν ἐν πόλει», Πλάτ.)
3. (για το σπέρμα) αυξάνομαι ως προς το μέγεθος, μεγαλώνω
4. (για ποτάμι) φουσκώνω, πλημμυρίζω («κατέρχεται μὲν ὁ Νεῑλος πληθύων ἀπὸ τροπέων τῶν θερινέων ἀρξάμενος», Ηρόδ.)
5. μτφ. (για τη φήμη και τις διαδόσεις) επεκτείνομαι, επικρατώ («εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι», Αισχύλ)
6. μέσ. πληθύομαι
έχω πολλαπλότητα μέσα στην ενότητα («φῡλον ἐν τῷ ἑνὶ πληθυόμενον», Ιάμβλ.)
7. φρ. «ὁ πληθύων χρόνος» — τα πολλά χρόνια, τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πληθύνομαι / πληθύνω.