σκαφίς

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφίς Medium diacritics: σκαφίς Low diacritics: σκαφίς Capitals: ΣΚΑΦΙΣ
Transliteration A: skaphís Transliteration B: skaphis Transliteration C: skafis Beta Code: skafi/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφη; esp.    I bowl, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε small milk-pails, Od.9.223; mentioned among bakers' vessels in Ar.Fr.417; later, drinking vessel or measure, Hp.Mul.1.86, cf. Morb.2.64; pot for honey, Theoc.5.59.    II spade, shovel, σ. εἰς παλαίστραν Inscr.Délos 290.76 (iii B.C.); used in dredging, Ph.Bel.98.27: ῥαπτὰς γειοφόρους σκαφίδας perh. baskets for carrying earth, AP6.297 (Phan.).
σκᾰφ-ίς (B), ίδος, ἡ, Dim. of σκάφος (B),

   A boat, skiff, ib.7.214 (Arch.), Palaeph.12.

German (Pape)

[Seite 890] ίδος, ἡ, dim. von σκάφη, σκάφος; bes. – a) ein kleines Gefäß; neben γαυλοί als Melkgefäß genannt, Od. 9, 223, Milchnapf; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 b. – b) ein kleines Schiff, Nachen. – Bei Marc. Capella c. 6 eine Art Stundenzeiger oder Sonnenuhr, deren Zeiger den Schatten in ein beckenartig vertieftes Gefäß warf. – Auch = πτύον, Wurfschaufel. – Bei Phani. 4 (VI, 297) σκαφίδας ῥαπτὰς γειοφόρους.

Greek (Liddell-Scott)

σκαφίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σκάφιον, ὑποκορ. τοῦ σκάφη· μάλιστα δέ, 1) λεκάνη, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, σκεῦος πρὸς πόσιν ἢ μέτρον, ὡς τὸ κόγχη, Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - ἀγγεῖον μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς λέμβος, «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. σκάφη ΙΙΙ. ΙΙ. σκαφεῖον, σκαπάνη, πτύον, αὐτόθι 6. 297, Συνέσ. 66D.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase à traire, jatte.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάπτω.

English (Autenrieth)

ίδος (σκάπτω): bowl, pl., Od. 9.223†.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή σκάφη, σκαφίδι
2. μικρό πλοίο, βαρκάκι
3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος
4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών του σιτοποιού, του μυλωνά
5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα
6. είδος μαγειρικού σκεύους
7. αγγείο για μέλι
8. πιθ. καλάθι για τη μεταφορά χώματος
9. σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος. Ο τ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.