Σκίρων

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκίρων Medium diacritics: Σκίρων Low diacritics: Σκίρων Capitals: ΣΚΙΡΩΝ
Transliteration A: Skírōn Transliteration B: Skirōn Transliteration C: Skiron Beta Code: *ski/rwn

English (LSJ)

[ῑ], ωνος, ὁ, Attic name for the wind

   A which blew from the Scironian rocks in the Isthmus of Corinth, Arist.Vent.973b19 (written Σκίρρων), Thphr.Vent.62, Str.1.2.20, 9.1.4, CIG518 (i B.C.); but it is a north-west wind, like Ἀργέστης, in Arist.Mete.363b25.    II a mythical robber who haunted the rocks between Attica and Megara, killed by Theseus, X.Mem.2.1.14, Pl.Tht.169a, etc.; Σκίρωνος ἀκτή or ἀκταί the coast near these rocks, S.Fr.24.6, E.Hipp.1208; the adjacent sea was Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης, Simon.114.3; the rocks themselves Σκιρωνίδες πέτραι, E.Hipp.979, Heracl.860, Str.1.2.20, 9.1.4; without πέτραι, Plb.16.16.4; written Σκιρρωνίδες in Arist.Vent. l.c.; Σκιρωνὶς ὁδός the road from Athens to Megara, Hdt.8.71. (Σκίρων is thus written on vases, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.133; Σκειρ- (codd. Simon., etc.) and Σκιρρ- are misspellings.)

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρων: [ῑ], -ωνος, ὁ, Ἀττ. ὄνομα τοῦ ἀνέμου τοῦ πνέοντος ἀπὸ τών Σκιρωνίδων πετρῶν τῶν κατὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 238, Στράβ. 28, 391· ἀλλὰ σημαίνει τὸν βορειοδυσμικὸν ἄνεμον, ὡς τὸ ἀργέστης, ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8· - ὁ τύπος Σκίρων βεβαιοῦται ἐξ Ἀττικ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 518), πρβλ. σκῖρος καὶ ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 860. ΙΙ. μυθολογούμενος τις ληστὴς συχνάζων εἰς τοὺς βράχους τοὺς μεταξὺ τῆς Ἀττικῆς καὶ Μεγάρων, ὃν ὁ Θησεὺς ἐφόνευσε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14, Πλάτ., κλπ· Σκείρωνος ἀκτὴ ἢ ἀκταί, ὁ παρὰ τοὺς βράχους τούτους αἰγιαλός, Σοφ. Ἀποσπ. 19, Εὐρ. Ἱππ. 1208· ἡ πλησίον θάλασσα καλεῖται Σκιρωνικόν οἶδμα θαλάσσης Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 7. 496· αὐτοὶ δὲ οἱ βράχοι Σκιρωνίδες πέτραι, Εὐρ. Ἱππ. 970, Ἡρακλ. 860, Στράβ. 391· ἄνευ τοῦ πέτραι, Πολυβ. 16. 16, 4· φέρεται Σκιρρωνίδες παρ’ Ἀριστ.· Σκιρωνίς ὁδός, ἡ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Μέγαρα, Ἡροδ. 8. 71.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
brigand myth.
Étymologie: DELG σκιρός ?

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α
1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τους ανάγκαζε να του πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τους έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα καταβρόχθιζε τα πτώματά τους, ληστής τον οποίο, τελικά, φόνευσε με τον ίδιο τρόπο ο Θησέας
2. (ως προσηγορ.) ο σκίρων
α) βορειοδυτικός άνεμος που ονομάστηκε έτσι γιατί πνέει από τις Σκιρωνίδες πέτρες, κν. μαΐστρος
β) (κατ' επέκτ.) ένα από τα οκτώ σημεία του ορίζοντα που βρίσκεται μεταξύ βορρά και δύσης
αρχ.
φρ. «Σκίρωνος ἀκτὴ [ή ἀκταί]» — ο γιαλός που βρίσκεται κοντά στις Σκιρωνίδες πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκῖρος].