συνευνάζω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.
English (Slater)
συνευνάζω pass.
1 sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. παντρεύω
2. μέσ. συνευνάζομαι
πλαγιάζω στο ίδιο κρεβάτι, έχω σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὐνάζω «κοιμάμαι»].