σύσκηνος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσκηνος Medium diacritics: σύσκηνος Low diacritics: σύσκηνος Capitals: ΣΥΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: sýskēnos Transliteration B: syskēnos Transliteration C: syskinos Beta Code: su/skhnos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who lives in the same tent, messmate, comrade, Th.7.75, Lys. 13.79, X.An.5.8.6, Plu.2.27f, BGU984.24 (iv A.D.), etc.; ς. φίλοι BMus.Inscr.1077 (Sudan); Dor., οἱ σύνσκανοι IG12(2).640 (Tenedos), cf. 92(1).117 (Aetolia, iii B.C.);

   A fellow-actor, ib.14.2342 (Aquileia), dub. in Supp.Epigr.2.60 (Laconia, ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1042] in einem Zelte, Hause zusammen wohnend od. lebend, Thuc. 7, 75; bes. zusammen essend, Xen. Cyr. 2, 2, 29 u. Sp., wie Luc. Asin. 46.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκηνος: ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, ὁμοτράπεζος, σύντροφος, Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de tente, camarade ; particul. qui mange ensemble.
Étymologie: σύν, σκηνή.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α
αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. ομοτράπεζος, σύντροφος
2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επί-σκηνος].