τερμιόεις

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμιόεις Medium diacritics: τερμιόεις Low diacritics: τερμιόεις Capitals: ΤΕΡΜΙΟΕΙΣ
Transliteration A: termióeis Transliteration B: termioeis Transliteration C: termioeis Beta Code: termio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τέρμις, if

   A = πέζα 11.2) prob. fringed, ἀσπίς Il. 16.803 (prob. read by Zenod. in Il.3.334, v. τερσανόεσσα) χιτών Od.19.242, Hes.Op.537.

German (Pape)

[Seite 1094] εσσα, εν, was bis zu Ende geht; ἀσπὶς τερμιόεσσα, ein Schild, der den ganzen Leib bedeckt, Il. 16, 803; χιτών, ein bis auf die Erde herabreichendes Untergewand, Od. 19, 242, Hes. O. 539, wie ποδήρης, vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τερμιόεις: εσσα, εν, (τέρμα) ὁ ἐκτεινόμενος μέχρι τοῦ τέρματος, ἀσπὶς τερμιόεσσα, ἐκτεινομένη ἢ καθήκουσα ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, «ποδήρης, ἢ ὅλον τὸν ἄνθρωπον σκέπουσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 803· χιτὼν τ., ὡς τὸ χ. ποδήρης, Ὀδ. Τ. 242, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 535. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τερμιόεντα· ποδήρη, καὶ εὔμετρον, τὸν μέχρι τῶν ποδῶν τερματιζόμενον», καὶ «τερμιόεν· ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον, πρέπον».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui descend jusqu’aux pieds.
Étymologie: τέρμιος.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (τέρμις = πούς): reaching to the feet; according to others, fringed, tasselled; χιτών, ἀσπίς, τ 2, Il. 16.803.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» — ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ.
β. «χιτὼν τερμιόεις» — χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.)
2. (το ουδ.) τερμιόεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἁρμοστόν. τέλειον. ἁρμόζον. πρέπον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τερμ-ιόεις έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, από το ουσ. τέρμα (πρβλ. τεῖχος: τειχιόεις), βλ. λ. τειχιόεις και -όεις. Κατ' άλλη όμως άποψη, το επίθ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος τέρμις
πούς < ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» με επίθημα -μι-ς ή -μι-δ-ς- (πρβλ. φῆμις, τράμις). Ο τ. τέρμις, με αρχική σημ. «όριο, πλαίσιο, μπορντούρα», μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή temi «ρείθρο, παρυφή». Επίσης στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται το παράγωγο σε -Fεντ-: temiwete και με οδοντική παρέκταση temidwete. Σύμφωνα με την πρώτη, ωστόσο, άποψη ο τ. τέρμις έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. τερμιόεις.