τίσις

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίσις Medium diacritics: τίσις Low diacritics: τίσις Capitals: ΤΙΣΙΣ
Transliteration A: tísis Transliteration B: tisis Transliteration C: tisis Beta Code: ti/sis

English (LSJ)

[τῐ], εως, ἡ, (τίνω; cf. Skt.

   A apa-citis 'vengeance') payment by way of return or recompense, retribution, vengeance, Od.2.76, Il. 22.19, Hes.Th.210, Alcm.23.36, etc.; ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρεΐδαο retribution for his murder, Od.1.40; freq. in Hdt., τίσιν δοῦναί τινος suffer punishment for an act, 8.76; τίσιν τινὶ ἐκτεῖσαι 6.84; τ. ἥξει 2.152, cf. S.OC228 (anap.); τιμωρίη τε καὶ τ. Hdt.7.8.ά; πρὸς κασιγνήτου τίσιν for him, S.OC1329; τῶν τοιούτων τ. retribution for such things, Pl.Lg.870d: pl., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (where it may be personified, avengers of P., like Ἐρινύες) Hdt.3.126, 128.    2 power to repay or requite, both in bad and good sense, φίλων Thgn.337, cf. 345.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, Schätzung, bes. nach vorausgegangener Schätzung bestimmter Ersatz, Entschädigung, Vergeltung, Od. 2, 76. Dah. überh. Buße, Strafe, Rache, ἐπεὶ οὔτι τίσιν γ' ἔδδεισας ὀπίσσω, Il. 22, 19; Od. 1, 40. 13, 144; h. Cer. 368; τίσις ἥξει, Her. 1, 13; τίσις ἐγένετο τῷ ἀδικηθέντι, 8, 105; τίσιν ἐκτίνειν, 6, 84; μοιριδία τίσις, Soph. O. C. 228; Eur. Hel. 109; τίσιν δοῦναι, wie poenam dare, Strafe leiden, Her. 8, 76, bei dem auch αἱ Τίσεις die Rachegöttinnen sind, 3, 126. 128. – Selten im guten Sinne, Belohnung, τίσις φίλων, Theogn. 337; Plat. Gorg. 523 b Legg. IX, 870 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τίσις: [ῐ], -εως, ἡ, (τίω) ἀπότισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, τάχ’ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη Ὀδ. Β. 76· ἐπεὶ οὔ τι τίσιν γ’ ἔδεισας ὀπίσσω Ἰλ. Χ. 19, κλπ· ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρείδαο, τιμωρία, ἐκδίκησις διὰ τὸν φόνον αὐτοῦ, Ὀδ. Α. 40, κλπ.· συχν. παρ’ Ἡροδ., τίσιν δίδωμί τινος, τιμωροῦμαι διά τινα πρᾶξιν, Λατ. poenas dare, 8. 76· τίσιν ἐκτείνειν 6. 84· τίσις ἥκει 2. 152, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε τὸ ῥῆμα τίνω Ι)· τιμωρίη τε καὶ τ. Ἡρόδ. 7. 8, 1· πρὸς κασιγνήτου τίσιν, ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1329· ἐν τῷ πληθ., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (ἔνθα δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς προσωποποίησις, οἱονεὶ αἱ Ἐκδικήτριαι τοῦ Π., οἷον αἱ Ἐρινύες), Ἡρόδ. 3. 126, 128· τῶν τοιούτων τ. Πλάτ. Νόμ. 870D. 2) δύναμις πρὸς ἀνταπόδοσιν, ἐπί τε κακῆς καὶ καλῆς σημασίας, τ. φίλων τε... ἐχθρῶν τε Θέογν. 337, πρβλ. 345.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
paiement, d’où :
1 châtiment, punition, vengeance : τίσιν δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; τίσιν ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; au plur. αἱ Τίσιες (ion.) HDT les Furies vengeresses;
2 rémunération, récompense, présent en retour.
Étymologie: τίω, τίνω.

English (Autenrieth)

ιος (τίω): recompense, Od. 2.76; then vengeance, punishment, τινός, ‘for something,’ ἔκ τινος, ‘at the hands of some one.’

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α τίνω
1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.)
2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβήΖεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ' ἐχθρῶν», Θέογν.)
3. στον πληθ. αἱ τίσιες
πιθ. οι Ερινύες
4. φρ. «τίσιν δίδωμί τινος» — τιμωρούμαι για κάτι που έχω κάνει.