υποχωρώ

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source

Greek Monolingual

ὑποχωρῶ, -έω, ΝΜΑ χωρῶ
αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους»)
2. μτφ. α) (για φαινόμενο ή κατάσταση) χάνω την ένταση ή την δριμύτητα μου («η κακοκαιρία άρχισε να υποχωρεί»)
β) συγκατανεύω, συμβιβάζομαι
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω
3. παραχωρώ, παραδίδω κάτι («τὴν δεσποτείαν αὐτοῑς ὑπεχώρησεν», πάπ.)
4. συνεχίζω σταθερά
5. εξέρχομαι αποκάτω ως ὑποχώρημα
6. φρ. «ὑποχωρῶ τινί τινος» — φεύγω, αποσύρομαι από κάτι παραχωρώντας το σε κάποιον άλλο ως ένδειξη σεβασμού και τιμής (Αριστοφ.).