χαμαίδρυς
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.). 2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97. 3 = σκόρδιον, ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.
Greek Monolingual
-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ
βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys του γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά
αρχ.
είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δρῦς.