χέλυς
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A tortoise, h.Merc.33. 2 lyre (since Hermes made the first lyre by stretching strings on a tortoise's shell, which acted as a sounding-board), ib.25,153, Sapph.45, A.Fr.314; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χ. E.Alc.448 (lyr.), cf. HF683 (lyr.). 3 the constellation Lyra, Arat.268. II arched breast, chest, from its like ness of shape to the back of a tortoise, Hp.Anat.1, E.El. 837; cf. χελώνιον 11. [ῡ in nom. and acc. sg., h.Merc.33,153; later ῠ, Call.Ap.16, Arat.268, Opp.H.5.404.] (Cf. OSlav. žely 'tortoise'.)
German (Pape)
[Seite 1348] υος, ἡ, = χελώνη, – 1) die Schildkröte, aus deren Schaale Hermes die erste Lyra verfertigte, H. h. Merc. 33; dah. die Lyra selbst, die aus der Schildkrötenschaale gemacht ist, ib. 25. 153; Aesch. frg. 318; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν Eur. Alc. 449; Herc. F. 683; bes. der Schallboden, der gewölbte Theil, Philostr. Imagg. 1, 10. – 2) das Gewölbe, die Brust, Brusthöhle, in der die Lunge liegt, Hippocr., Eur. El. 837.
Greek (Liddell-Scott)
χέλυς: -ῠος, ἢ, = χελώνη, Λατ. lestudo· - ἀκολούθως, ἐπειδὴ ὁ Ἑρμῆς κατεσκεύασεν ἐκ τοῦ ὀστράκου χελώνης τὴν πρώτην λύραν ἐντείνας τὰς χορδὰς ἐπ’ αὐτοῦ, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 33, ἡ λέξις χέλυς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὴν λύραν, ὡς τὸ Λατιν. testudo, αὐτόθι 25. 153, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320· καθ’ ἑπτάτονον ὀρείαν χ. Εὐρ. Ἄλκ. 449, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 683. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, Ἀρατ. 269. ΙΙ. τὸ κυρτὸν στῆθος ἢ στέρνον ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν ῥάχιν τῆς χελώνης, Ἱππ. 915Η, Εὐρ. Ἠλ. 837· πρβλ. χελώνιον ΙΙ. (Πρβλ. χελύνη, χελώνη, χέλυον· Σανσκρ. bar-mutas (testudo)· Σλαυ. zelŭvi, zel-vi (limax)). [Τὸ υ εἶναι πιθανῶς φύσει βραχύ, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 16, Ἀππ. Ἀλ. 5. 404, Ἄρατ. 268· μακρὸν δὲ μόνον ἐν ἄρσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 33, 153, 242].
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 lyre, faite primit. avec une écaille de tortue;
2 partie bombée de la poitrine, sternum.
Étymologie: cf. χελώνη.
Greek Monolingual
-υος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χελυΐδες
αρχ.
1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)
2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», Ευρ.)
3. το κοίλο μέρος της λύρας, το ηχείο
4. το κοίλωμα του θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χέλυς, παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. želũ- (πρβλ. αρχ. σλαβ. žely, želĭve, ρωσ. žolur), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. ghelū- με σημ. «χελώνα». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. είναι ο τ. χελύνη (< ghe-lūnā) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη) και ο τ. χελώνη (< ghelōunā) με μακρά δίφθογγο -ων- στο επίθημα -ώνη (πρβλ. ῥαστ-ώνη). Όσο για το σχήμα χέλυς: χελώνη πρβλ. και λατ. corvus: κορώνη. Κατ' άλλους, οι τ. χέλυς, χελώνη ανάγονται στη ρίζα του χεῖλος (πρβλ. και χελύνη [Ι]). Για τη σημασιολογική αιτιολόγηση αυτής της άποψης πρβλ. το ιταλ. διαλ. bezzuca «χελώνα» < γαλατ. beccus «ράμφος» (πρβλ. γαλλ. bec) + αμάρτυρο pĩts- «μύτη, κορυφή» (πρβλ. αγγλ. peak, γαλλ. pic), πιθ. λόγω του ότι η χελώνα έχει μυτερό σαγόνι. Λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται τόσο η αναγωγή τών τ. στην ΙΕ ρίζα ghel- «κίτρινος, πράσινος» και η σύνδεσή τους με τα χλόη και λατ. helvus «κοκκινωπός» όσο και η αναγωγή τους σε μια μη ΙΕ ρίζα. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. χελών < χελώνη (πρβλ. βελόνα < βελόνη)].