αναπλάθω

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ἀναπλάσσω και -ττω)
πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω
(Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα
νεοελλ.
1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, του δίνω νέα ηθική κατεύθυνση
2. (στην ψυχολ.) ξαναφέρνω στη μνήμη μου παλαιές παραστάσεις, αναπαριστάνω με τη φαντασία μου, αναπολώ
αρχ.
1. σχηματίζω εκ νέου, αποκαθιστώ
2. ανοικοδομώ, ξαναχτίζω
3. πλάθω, διαμορφώνω, σχηματίζω
4. εφευρίσκω, επινοώ
5. φαντάζομαι
6. συνθέτω, συγκροτώ, σχηματίζω
7. καλύπτω, επικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναπλάσσω < ἀνά + πλάσσω, -ττω. Ο τ. αναπλάθω από το ἀναπλάσσω με μεταπλασμό (πρβλ. πλάθω).
ΠΑΡ. ανάπλασις, ανάπλασμα
αρχ.
ἀνάπλαστος
αρχ.-μσν.
ἀναπλασμός
(νεο-ελλ.) αναπλάστης].