ἀμβλίσκω
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
Pl.Tht.149d: ἀμβλισκάνω, Max.Tyr.16.4, Poll.3.49; cf. ἀβλύσκω:—also ἀμβλόω J.Ap.2.24, ἀμβλώω Max.172,
A -ώεσθαι 197, and in comp. ἐξ-αμβλόω (q. v.): fut. ἀμβλώσω Gp.14.14, (ἐξ-) Ael.NA13.27: aor. ἤμβλωσα Hp.Mul.1.25, Ael.VH13.6, (ἐξ-) Pl. Tht.150e: pf. (ἐξ-) ήμβλωκα, (ἐξ-) ήμβλωμαι, Ar.Nu.137,139: (ἀμβλύς):—cause to miscarry, S.Fr.132, Pl.Tht.149d. 2 of the woman, bring on miscarriage, Muson.Fr.15A p.77H., Plu.Lyc.3, Ael.VH13.6. 3 intr., miscarry, Procop.Pers.2.22. II ἀμβλόω, usu. in Pass. ἀμβλόομαι, to be abortive, κἂν . . τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ Arist.GA773a1: also of eyes of vines, ἀμβλοῦνται they go 'blind', Thphr.HP4.14.6; rarein Act., Ph.2.580: metaph., ἀμβλώσαντες καὶ ἐπιφράξαντες ἀργὸν τὸ μεγαλοφυὲς κατέλιπον 1.637.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλίσκω: Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: (ἀμβλύς). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, ἔνθα ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, ἀποβάλλω διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ τύπος ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, γίνομαι ἢ εἶμαι ἐξάμβλωμα, κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
faire avorter.
Étymologie: ἀμβλύς.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer abortar τὰς δυστοκούσας Pl.Tht.149d.
2 intr. abortar Plu.Lyc.3, Muson.15, Procop.Pers.2.22.35, Hippiatr.15.4
•fig. malograrse ψυχαί Ph.1.538
•v. med. οὐ πάντες ... πρὶν εἰς τὸ φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας, ἀμβλίσκονται Gr.Nyss.V.Mos.36.19.
Greek Monolingual
ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, -όω (AM)
μσν.
γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο
αρχ.
1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, το σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση
2. παθ. αποτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη «εξάμβλωμα» ή με τη λ. μύλη «μυλόπετρα» (οπότε θα πρόκειται για μεταφορική χρήση) καθώς και με τη λ. ἀμβλύς.
ΠΑΡ. ἄμβλωμα
αρχ.-μσν.
ἄμβλωσις.
Greek Monotonic
ἀμβλίσκω: και ἀμβλόω, μέλ. ἀμβλώσω, αόρ. αʹ ἤμβλωσα, παρακ. ἤμβλωκα· (ἀμβλύς)·
1. προκαλώ άμβλωση, αποβολή, σε Σοφ., Πλάτ.
2. λέγεται για τη γυναίκα, αποβάλλω κατά την κύηση, σε Πλούτ.