σίτησις

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτησις Medium diacritics: σίτησις Low diacritics: σίτησις Capitals: ΣΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: sítēsis Transliteration B: sitēsis Transliteration C: sitisis Beta Code: si/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A eating, feeding, ἐπὶ σιτήσι for home consumption, opp. πρῆσις, Hdt.4.17; σ. καὶ δίαιτα Pl.R.404d; σ. ἐν Πρυτανείῳ public maintenance in the Prytaneum, Ar.Ra.764, cf. IG12.77, And.4.31, Pl.Ap.37a, OGI49.12 (Ptolemais, iii B.C.): abs., σίτησιν αἰτῆσαι Ar.Eq.574; γέρα . . δίδοται . . σ. Timocl.8.18: pl., D.20.107.    II food, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθά Hdt. 3.23, cf. Thphr.HP8.4.3.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, 1) das Essen, Speisen, auch die Kost selbst, Speise, Nahrung, Her. 3, 23. 4, 17. – 2) die öffentliche Beköstigung im Prytaneion; Ar. Ran. 763; σίτησιν αἰτεῖν, Equ. 572; Plat. Apol. 37 a; Din. 1, 107; Andoc. 4, 31; Dem. Lpt. 107. 23, 130; Sp., wie Luc. Prom. 4. – 3) die annonae der Römer.

Greek (Liddell-Scott)

σίτησις: -εως, ἡ, (σῑτέω) τὸ ἐσθίειν, τρέφεσθαι, ἐπὶ σιτήσει, πρὸς φαγητόν, πρὸς τὴν κατ’ οἶκον δαπάνην, ἀντίθετον τῷ πρᾶσις, Ἡρόδ. 4. 17· σ. καὶ δίαιτα Πλάτ. Πολ. 404D· σ. ἐν Πρυτανείῳ, δημοσία διατροφὴ ἐν τῷ Πρυτανείῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 764, Ἀνδοκ. 33. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α· ― οὕτως, ἀπολ., σίτησιν αἰτεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 574· ― γέρα… δίδοται σ. Τιμοκλ. ἐν «Δρακ.» 1. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Δημ. 489. 25· πρβλ. Πρυτανεῖον Ι, σιτίον ΙΙ. 3. ΙΙ. τροφή, σίτησιν εἶναι κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de nourrir, d’où
1 action de se nourrir, alimentation, nourriture;
2 entretien aux frais de l’État dans le Prytanée;
II. ce qui sert à nourrir, nourriture.
Étymologie: σιτέομαι.

Greek Monotonic

σίτησις: -εως, ἡ (σῑτέω),
I. παροχή τροφής, σιτισμός, τροφοδότηση· ἐπὶ σιτήσει, για οικιακή κατανάλωση, σε Ηρόδ.· σίτησις ἐν Πρυτανείῳ, διατροφή με δημόσια έξοδα στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φαγητό, τροφή, σε Ηρόδ.