Ἄρης

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄρης Medium diacritics: Ἄρης Low diacritics: Άρης Capitals: ΑΡΗΣ
Transliteration A: Árēs Transliteration B: Arēs Transliteration C: Aris Beta Code: *)/arhs

English (LSJ)

ὁ, Ep.gen. Ἄρεος, Att.

   A Ἄρεως A.Th.64, E.El.1258; but Ἄρεος (never contr.) is required by the metre in A.Th.115 (lyr.), S.OC947, Ant. 125 (lyr.), El. 1423 (lyr.), E.Heracl.275, El.950, Fr.16; dat. Ἄρεϊ, contr. Ἄρει; acc. Ἄρεα S.OT190 (lyr.), Att. Ἄρη (never Ἄρην, which is not found in Attic Inscrr. and is never required by the metre; Ἄρη' is the true reading in Il.5.909, Hes.Sc.59, cf. AP7.237 (Alph.), D.S. 5.72); voc. Ἄρες, Ep. (metri gr.) Ἆρες:—Ion. and Ep. declens. Ἄρης, ηος, ηι, ηα: Aeol. Ἄρευς, ευος, ευα, ευι, ευ, Sapph.66, Alc. 28 ff.:—Ares: in Trag., the god of destruction generally, S. OT190, etc.; ἐς Οἰδίπου παῖδε . . Ἄρης κατέσκηψ' Ar.Fr.558; in Com., Ἄρεως νεοττός chicken of Ares, Id.Av.835.    2 the planet Mars, Arist. Cael.292a5, Cleom.1.11.59, etc.; Ἄρεος ἡμέρα D.C.37.19.    II in Poets, Appellat. for war, slaughter, ξυνάγωμεν Ἄρηα Il.2.381; Ἄρη μείξουσιν S.OC1046 (lyr.); χρονίῳ σὺν Ἄρει Pi.P.11.36; Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄ. τιθασός, A.Eu.862,355; θηλυκτόνῳ Ἄρει δαμέντων Id.Pr.861; ναύφαρκτος Ἄ. Id.Pers.951 (lyr.); λιθόλευστον Ἄρη death by stoning, S.Aj.254(lyr.); ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄ. ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, of a mortal wound, Il.13.569.    2 warlike spirit, A.Ag.78, E.Ph. 134; κἀν γυναιξὶν . . Ἄ. ἔνεστιν S.El.1242; οὔτ' ὄλβος οὔτ' Ἄ. Id.Ant. 952; μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντας Ἄ. A.Ag.48; Ἄρη βλέπειν Ar.Pl.328, Timocl.12.7: in Prose, ἔμφυτος Ἄ. Gorg.Fr.6.    3 the sword, ὀξὺς Ἄ. Il.7.330, cf. AP7.531 (Antip. Thess.), Plu.2.23c.    III epith. of Zeus, as the avenger of perjury, in oaths, IG5(2).343c (Arc.); of Ἐνυάλιος, ibid., Poll.8.106. (Akin to ἀρή, q. v.) [ᾰ in Hom., but α of voc. may be long, e.g. Ἆρες, Ἄρες βροτολοιγέ Il.5.31, and gen. Ἄρηος 2.767, Call.Jov.77 (s.v.l.), Ἄρεος A.R.3.1187, dat. Ἄρηϊ Id.2.991: in Trag., regularly ᾰ, but A. uses ᾱ even in dialogue, as Th.244, 469; and S. in lyr., Aj.252,614, Ant.139.]

German (Pape)

[Seite 350] ὁ, Ares, s. nom. propr., steht oft appellativisch für Krieg, Mord, δεινὸς ὁ προς χώρων Ἄρης Soph. O. C. 1065; λιθόλευστος. Steinigungstod, Ai. 247; von Seuchen, O. R. 190; kriegerischer Muth, καὶ ἐν γυναιξὶν Ἄρης ἔνεστι El. 1235, u. so bei andern Dichtern.

French (Bailly abrégé)

gén. -εως ou -εος;
voc. Ἄρες, dat. -ει, acc.ou -ην;
I. Arès :
1 fils de Zeus et d’Héra, dieu de la guerre;
2 dans les Tragiques et les Comiques, dieu de la guerre ou de la ruine, auteur des fléaux, des pestes;
II. p. ext. poét.
1 guerre, carnage ; ὁ Μυρμιδὼν Ἄρης EUR la bataille, càd l’armée des Myrmidons ; humeur belliqueuse;
2 meurtre en gén. ; mort violente : λιθόλευστος Ἄρης SOPH la mort par lapidation ; Ἄρεως ὄχθος ATT colline d’Arès, càd du meurtre, ainsi appelée parce qu’on y avait établi le tribunal qui connaissait du meurtre (l’aréopage), d’où la légende que le Meurtre en personne (Ἄρης) fut d’abord jugé en ces lieux (cf. Ἄρειος πάγος);
3 blessure mortelle.
Étymologie: pê de la R. Ἀρ enlever, détruire, faire périr, cf. αἴρω.

English (Slater)

Ἄρης (ᾰρης, Ἄρεος, Ἄρει) god of war
   1 Συράκοσαι, βαθυπολέμου τέμενος Ἄρεος (P. 2.2) “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ᾰρει” Zeus speaks (N. 10.84) “υἱὸν χεῖρας Ἄρε τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (Hermann: Ἄρει χεῖρας codex: τ add. Boeckh) (I. 8.37) generally, war, battle, slaughter οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς (O. 9.76) μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης (O. 10.15) ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.10) καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει (P. 5.85) ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.14) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν ᾰρει πέφνεν τε ματέρα (P. 11.36) χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ i. e. in the seafight at Salamis against the Persians (I. 5.48) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (I. 7.25)

Greek Monotonic

Ἄρης: ὁ, γεν. Ἄρεως, ποιητ. Ἄρεος· δοτ. Ἄρεϊ, συνηρ. Ἄρει· αιτ. Ἄρεα, συνηρ. Ἄρη· κλητ. Ἄρες, Επικ. Ἄρες· Ιων. και Επικ. κλίση Ἄρηος, -ηος, -ηϊ, -ηα·
I. ο Άρης, καλείται από τους Λατίνους Mars, γιος του Δία και της Ήρας, θεός του πολέμου και των σφαγών, επίσης της καταστροφής και του λοιμού, σε Όμηρ., Τραγ.
II. 1. στους ποιητές, ως προσηγορικό, πόλεμος, μάχη, διαφωνία, σφαγή, φόνος, ξυνάγωμεν Ἄρηα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄρης τιθασός, εμφύλιος πόλεμος.
2. φιλοπόλεμο, πολεμόχαρο πνεύμα, σε Τραγ. (η √ΑΡ εμφανίζεται επίσης στη λέξη ἀρετή, η πρώτη ιδέα της ανδρείας (vir-tus), είμαι θαρραλέος, γενναίος στο πόλεμο) [ᾰ σε Όμηρ., εκτός από κλητ. Ἆρες· σε Αισχύλ. μακρό ή βραχύ].