ἀστραφής
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ές,
A = ἄστρεπτος 1.2, S.Fr.418; fixed, immovable, IG2.1054f20. II = ἄστρεπτος II, πύλαι Epic. ap. Aristid.Or.49(25).4.
German (Pape)
[Seite 377] ές, = folgdm, Soph. frg. 367 bei Hesych., = σκληρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰφής: ές = τῷ ἑπομ., ἐν σημασίᾳ Ι. 3, Σοφ. Ἀποσπ. 367: ― ὡσαύτως ἐν σημασίᾳ ΙΙ, πύλαι Ἀριστείδ. 1. 310· παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀστρεφής, ές (ἀστραφής, ές, Schmidt).
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [dat. ép. ἀστραφέεσσι Aristid.Or.49.4 (= GDRK S 2)]
1 rígido, que no se dobla s. cont., S.Fr.418, ἐμπόλια IG 22.1675.21 (IV a.C.).
2 que ya no puede girar ἀστραφέεσσι πύλῃσιν ἐπ' αὐτῇσιν de las puertas del Hades que no giran sobre sus goznes para volverse a abrir Aristid.l.c.
Greek Monolingual
ἀστραφής, -ές (Α) στρέφω
1. αμετακίνητος, ακλόνητος
2. εκείνος από τον οποίο δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής («ἀστραφεῑς πύλαι»).
Greek Monotonic
ἀστρᾰφής: -ές (στρέφω), = το επόμ., σε Σοφ.