δήμαρχος
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ὁ, at Athens,
A chief official of a δῆμος, Ar. Nu.37, Lys.Fr.184S., D.50.6, Lexap.eund.43.58, Arist.Ath.21.5; also at Cos, Inscr.Cos 344,al.; at Chios, Schwyzer687C1. b at Naples, one of the chief magistrates of the city, Str.5.4.7; at Eretria, IG12(9).189.24(iv B. C.). 2 at Rome, = Lat. tribunus plebis, Plb. 6.12.2, D.H.6.89, Plu.Cor.7, etc.
German (Pape)
[Seite 561] ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
δήμαρχος: ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, ἑπομένως, 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ πρόεδρος ἑνὸς δήμου, ὅστις διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις αὐτοῦ, ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο ναύκραρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. chef du peuple :
1 en Égypte chef ou gouverneur d’un district;
2 à Athènes chef ou président d’un dème;
3 à Rome tribun du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο (AM δήμαρχος)
νεοελλ.
1. ο αιρετός άρχοντας του δήμου
2. φρ. α) «από δήμαρχος κλητήρας» — για όσους ξέπεσαν οικονομικά ή ηθικά ή υποβιβάστηκαν στην ιεραρχία του κλάδου τους
β) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο», οι διαμαρτυρίες σου και τα παράπονα δεν με ενδιαφέρουν
μσν.
(Βυζάντιο) ο αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνων
αρχ.
1. (στην Αθήνα) άρχοντας του δήμου που κληρωνόταν από τη συνέλευση τών δημοτών για ετήσια θητεία (ομοίως σε Χίο, Κω, Ερέτρια)
2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
3. (στη Ρώμη) δήμαρχοι
οι αρχηγοί τών πληβείων (tribuni plebis), δύο αρχικά, που αυξήθηκαν μετά σε πέντε κι αργότερα σε δέκα
[«πάντες ὑποτάττοντας... τούτοις (τοῑς ὑπάτοις), πλὴν τῶν δημάρχων»].
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -αρχος].
Greek Monotonic
δήμαρχος: ὁ, κυβερνήτης του λαού,
1. στην Αθήνα, δήμαρχος, άρχοντας ενός δήμου, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του δήμου, σε Αριστοφ., Δημ.
2. στη Ρώμη, δήμαρχος, δημεγέρτης των πληβείων, σε Πλούτ.