δεσμωτήριον
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
τό,
A prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δ. ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat.ergastula, Plu.TG8.
German (Pape)
[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
•fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.
English (Strong)
from a derivative of δεσμόν (equivalent to δεσμέω); a place of bondage, i.e. a dungeon: prison.
English (Thayer)
δεσμωτηρίου, τό, a prison, jail: Herodotus), Thucydides, Plato, Demosthenes, others.)