ἠπίαλος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ὁ,
A ague, Thgn.174, Gal.7.347; ἠ. πυρετός Hp.Superf.34, Dsc.4.68; ἠ. πυρετοῦ πρόδρομος Ar.Fr.332: in pl., ἠ. καὶ πυρετοί Hp.Aër.3: metaph., ἀηδόνων ἠ. ague to nightingales, Com. name of a bad poet, Phryn. Com.69. II = foreg., nightmare, Ar.V.1038, as expld. by Did. ap.Sch. (but coupled with πυρετοί).
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, ein bösartiges Fieber mit dem Zusatz πυρετός u. ohne diesen, Hippocr.; wobei Hitze u. bes. heftiger Frost im ganzen Körper empfunden wird, Medic.; Fieberfrost, Theogn. 174; Ar. Vesp. 1038 Schol. τὸ τοῦ πυρετοῦ κρύος; B. A. 42 wird es ῥιγοπύρετον erklärt. – Phrynich. bei Ath. II p. 44 d nennt einen frostigen Dichter ἀηδόνων ἠπίαλος, ὕμνος Ἅιδου, der den Nachtigallen ein Fieber ist, ihnen ein Fieber einflößt. – Nach Eust. 1687, 52 auch = Vorigem, wie Didym. nach dem Schol. es auch bei Ar. a. a. O. erklärte.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπίᾰλος: ὁ, πυρετὸς ἔχων ἰσχυρὸν ῥῖγος, Γαλην. 7. σ. 132· ἠπ. πυρετὸς ἐν Ἱππ. 266. 35· τὸ ῥῖγος πρὸ τοῦ πυρετοῦ, πυρετοῦ πρόδρομος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 315, πρβλ. Θέογν. 174· ἠπ. καὶ πυρετοὶ Ἱππ. 281. 49· - μεταφ. ἀηδόνων ἠπ., ῥῖγος προξενῶν εἰς τὰς ἀηδόνας, κωμικὸν ὄνομα ψυχροῦ ποιητοῦ, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. = ἠπιάλης, ἐφιάλτης, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1038, ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Διδύμ. παρὰ τῷ Σχολ., πρβλ. Εὐστ. 1687. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 fièvre continue;
2 frisson de fièvre.
Étymologie: DELG p.ê. de ἤπιος, « fièvre douce ».
Greek Monolingual
ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση του πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος (πρβλ. ομ-αλός, αιγι-αλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή του τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαιν-όλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης).
Greek Monotonic
ἠπίᾰλος: ὁ,
I. πυρετός με σύγκρυο, ρίγος, σε Αριστοφ.
II. = ἠπιάλης, εφιάλτης, το κακό όνειρο της νύχτας, στον ίδ. (άγν. προέλ.).