θέσκελος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ον, Ep. Adj. perh.
A set in motion by God (κέλλω), and so marvellous, wondrous, always of things, θ. ἔργα deeds or works of wonder, Il.3.130, Od.11.610; θέσκελα εἰδώς Call.Fr.anon.385: neut. Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ it was wondrous like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as,= God-inspired (κελεύω), θ. Ἑρμῆς Coluth.126.
German (Pape)
[Seite 1203] (θεός – ἐΐσκω), gottgleich, gottähnlich, übh. übermenschlich, göttlich, erstaunenswürdig; ἔργα, wundervolle Thaten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle Arbeit, Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm wunderbar. Einzeln auch bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
θέσκελος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., ὅμοιος τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ ἔννοια αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον θεοείκελος, τὸ δὲ θέσκελος ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, θαυμαστός, θαυμάσιος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ θεοείκελος ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ ὑπερβαλλόντως ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, ὀμφή, προφήτης θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. Ἑρμῆς Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. semblable aux dieux ou aux choses divines ; merveilleux, extraordinaire, prodigieux ; adv. • θέσκελον merveilleusement.
Étymologie: θεός, ἐΐσκω.
English (Autenrieth)
(θεός): supernatural, fig., wondrous; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, wonderfully, Il. 23.107.
Greek Monolingual
θέσκελος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό
2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
θεσκέλως (Α)
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό επίθετο, του οποίου το α' συνθετικό είναι θεσ- (πρβλ. θεο-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το κέλλω/κέλομαι «κινώ παρακινώ», αν και η παρουσία του -ε- είναι προβληματική, γιατί θα αναμενόταν -ο- στο β' συνθετικό].
Greek Monotonic
θέσκελος: -ον, = θεοείκελος, υπερφυσικός, θαυμαστός, θεσπέσιος· θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμαστές, σε Όμηρ.· ως επίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ήταν υπερβολικά όμοια με εκείνον, σε Ομήρ. Ιλ.