θυρεός
English (LSJ)
ὁ, (θύρα)
A stone put against a door to keep it shut, Od.9.240, 313. II oblong shield (shaped like a door), PSI4.428.36 (iii B.C.), Inscr. ap. Plu.Pyrrh.26, Callix.2; hence, of the Roman scutum (opp. ἀσπίς,= clipeus), Plb.2.30.3, 6.23.2, D.H.4.16, cf.Ep.Eph.6.16, Apollod. Poliorc.163.2, Arr.Tact.3.2, etc. III disk forming part of καθετήρ, IG11(2).287 B68 (Delos, iii B.C.). IV Math., oval, Procl.in Euc.1 Deff.3,8.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, 1) der Thürstein, ein großer Stein, der als Thür vor den Ausgang gesetzt wird, um diesen zu verschließen, Od. 9, 240, vgl. 313. 340. – 2) ein großer, thürförmiger Schild, Ath. VI, 273 f, Callixen. ibd. V, 196 f; scutum, von ἀσπίς unterschieden durch die Gestalr und Größe, D. Hal. 4, 16; Schild der Römer, Pol. 6, 23, 2. 10, 13, 2, der Gallier, 2, 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρεός: ὁ (θύρα) λίθος ὄπισθεν θύρας τεθειμένος ὅπως κρατῇ αὐτὴν κλειστήν, Ὀδ. Ι. 240, 313, 340. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., μεγάλη ἐπιμήκης ἀσπὶς (ὁμοία τὸ σχῆμα πρὸς θύραν), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κυρίως ἀσπίδα (τὴν στρογγύλην), ὡς τὸ Λατ. scutum, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ clipeus, Ἐπιγραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Πύρρ. 26. Πολύβ. 2. 30, 3., 6. 23, 2· πρβλ. θύρα ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 grosse pierre servant de porte;
2 bouclier long, large et avec quatre coins (lat. scutum).
Étymologie: θύρα.
English (Autenrieth)
(θύρη): door-stone, placed by Polyphēmus at the mouth of his den, Od. 9.240.
English (Strong)
from θύρα; a large shield (as door-shaped): shield.
English (Thayer)
θυρεοῦ, ὁ (from θύρα, because shaped like a door (cf. Winer s Grammar, 23)), a shield (Latin scutum); it was large, oblong, and four-cornered: τόν θυρεόν τῆς πίστεως, equivalent to τήν πίστιν ὡς θυρεόν, ἀσπίς (Latin clipeus), which was smaller and circular. (Polybius, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θυρεός)
νεοελλ.
το κύριο μέρος οικοσήμου ή εθνικού εμβλήματος το οποίο έχει σχήμα ασπίδας
αρχ.
1. μεγάλη πέτρα που τοποθετούνταν πίσω από την πόρτα για να τήν κρατά κλειστή («ἔπειτ' ἐπέθηκε θυρεόν μέγαν», Ομ. Οδ.)
2. μεγάλη επιμήκης ασπίδα σε σχήμα θύρας («ού δυναμένου τοῡ... θυρεοῡ τὸν ἄνδρα περισκέπειν», Πολ.)
3. γεν. η ασπίδα
4. δίσκος που αποτελεί τμήμα του καθετήρα
5. μαθ. έλλειψη, ελλειψοειδές σχήμα, αντικείμενο με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -εός- (πιθ. < -εFος). Η αρχική σημασία ήταν «πέτρα που χρησιμεύει ως θύρα» (στον κύκλωπα Πολύφημο). Στη μτγν. αρχ. ελλ. πήρε τη σημασία «ορθογώνια ασπίδα», πιθ. λόγω ομοιότητας της με θύρα. Τη νεοελλ. σημασία τήν πήρε απο τη συχνή απεικόνιση ασπίδων στα οικόσημα].
Greek Monotonic
θῠρεός: ὁ (θύρα),
I. πέτρα που τοποθετείται έναντι της πόρτας για να την κρατά κλειστή, σε Ομήρ. Οδ.
II. τεράστια μακριά ασπίδα (όπως το μέγεθος της πόρτας), αντίθ. προς το ἀσπὶς (η κυκλική, στρογγυλή ασπίδα), όπως το Λατ. scutum προς το clipeus, παρά Πλούτ.