ποθεινός
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Hel.623:—shortd. ποθινός (q.v.): (ποθέω):—
A full of longing, ἔρος Sapph.Supp.4.11; but usu. 2 longed for, desired, desirable, τίς ἁδονᾶς ἄτερ βίος π.; Simon.71; οὐκ . . δήμῳ φίλος οὐδὲ π. Callin.1.16; χρυσὸς π. κτῆμα τοῖς βροτοῖς E.Fr.1132.31; esp. of those absent or lost, παῖς πατρὶ π. Pi.O.10(11).87, cf. I.5(4).7, etc.; ποθεινὰ Ἑλλάς desire of seeing Greece, Id.P.4.218; π. ἦλθες E.IT515; π. ἂν μόλοις Id.Hel.540; π. δάκρυα tears of regret, Id.Ph.1737(lyr.): also in Com. and Prose, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ar.Ra.84; ὦ ποθεινὴ τοῖς . . γεωργοῖς ἡμέρα Id.Pax556 (paratrag., cf. E.Hel.623); τὴν τῶν ἐναντίων τιμωρίαν -οτέραν αὐτῶν λαβόντες Th.2.42; -ότερος θάνατος βίου Lys.2.73; τὸ -ότατον τῆς ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3; ποθεινοὶ ἀλλήλοις Pl.Ly.215b, etc. Adv. Comp. -οτέρως, σφῶν αὐτῶν ἔχειν long more ardently for each other, X.Lac.1.5. II longed for, desired, missed, E.Cyc.620 (lyr.); ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά desired by tears, i.e. desiring, calling for tears, Id.Med.1221(s.v.l.). III Subst., perh. name of a colour (cf. πόθος 111) or kind of paint, χρίσει ποθεινῷ PCair.Zen.445.11 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 644] bei Eur. auch 2 Endgn, wonach man verlangt, was man liebt, wünscht; Pind. παῖς ποθεινὸς πατρί, Gl. 11, 91; Ἑλλάς, P. 4, 218; κλέος, I. 4, 8; Soph. Phil. 1431; ποθεινὸς φίλοις, Eur. Phoen. 324; ποθεινός γ' ἦλθες, I. T. 515; so auch Ar. Ran. 84 Pax 508; u. in Prosa: Thuc. 2, 42; οἱ μήτε ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις, Plat. Lys. 215 b; vermißt, betrauert, δάκρυα, Eur., Thränen der Sehnsucht. – Compar., Strat. 4 (XII, 4); superl., Xen. Mem. 3, 10, 3; auch adv., π οθεινῶς ἔχειν τινός, sich wonach schnen, Xen. Lacon. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ποθεινός: -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. ποθινός, ἴδε ἐν λ. (ποθέω)· ― ἐπιθυμητός, λίαν ποθητός, περιπόθητος, λίαν ἐπιθυμητός, βίος Σιμωνίδ. 71· συνημμένον μετὰ τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· μάλιστα ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε πόθος), παῖς πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ Ἑλλάς, ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου θάνατος Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς ἦθος Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά, ἑρμηνευτέον, συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ ἀξιοδάκρυτος συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
1 désirable, digne d’être aimé ou recherché;
2 désiré;
3 digne de regrets, regrettable;
Cp. ποθεινότερος, Sp. ποθεινότατος.
Étymologie: πόθος.
English (Slater)
ποθεινός
1 desired ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.87) ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιψι Πειθοῦς yearning for Greece (P. 4.218) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (I. 5.7)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποθεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποθινός, Α
1. ο γεμάτος πόθο (α. «νέον έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς ἔρος», Σαπφ.)
2. ο περιπόθητος, ο πάρα πολύ επιθυμητός (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.
β. «χρυσὸς ποθεινὸν κτῆμα τοῑς βροτοῑς» Ευρ.)
αρχ.
1. (κυρίως για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο πολυαγαπημένος, αυτός τον οποίο θυμάται κανείς με αγάπη και νοσταλγία (α. «παῑς... πατρὶ ποθεινός», Ευρ. β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)
2. φρ. α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από αγάπη και νοσταλγία
β) «ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά» — συμφορά που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας.
επίρρ...
ποθεινώς / ποθεινῶς ΝΜΑ
με πόθο, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος, κατά τα επίθ. σε -εινός (πρβλ. αλγ-εινός). Ο τ. ποθινός είναι υστερογενής, σχηματισμένος κατά τα επίθ. σε -ινός προκειμένου να είναι βραχύ το -ι- του τ.].
Greek Monotonic
ποθεινός: -ή, -όν και -ός, -όν (ποθέω), ο επιθυμητός, ποθητός, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδίως, αν είναι απών ή χαμένος (βλ. πόθος), σε Τραγ.· ποθεινὸς ἦλθες, σε Ευρ.· ποθεινὰ δάκρυα, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· ποθεινὸς τοῖς φίλοις, σε Αριστοφ.· επίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός, λαχταρώ πολύ ένα πράγμα, σε Ξεν.