φάρμακος

From LSJ
Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρμᾰκος Medium diacritics: φάρμακος Low diacritics: φάρμακος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: phármakos Transliteration B: pharmakos Transliteration C: farmakos Beta Code: fa/rmakos

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ,

   A poisoner, sorcerer, magician, LXXEx.7.11 (masc.), Ma.3.5 (fem.), Apoc.21.8, 22.15.

English (Strong)

the same as φαρμακεύς: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακη, φάρμακον (φαρμάσσω (to use a φάρμακον)) (from Aristophanes down);
1. pertaining to magical arts.
2.φάρμακος, a substantive, i. e. φαρμακεύς, which see: G L T Tr WH; Sept. several times for מְכַשֵּׁף.)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
δηλητηριαστής ή μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)].

Greek Monotonic

φάρμᾰκος: ὁ, ἡ,
I. δηλητηριαστής, γόης, μάγος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που θυσιάζεται για την εξιλέωση των άλλων, εξιλαστήριο θύμα (αποδιοπομπαίος τράγος), σε Αριστοφ.· και από τότε που η λέξη εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· φαρμακός δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ.