φρύγανον

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύγᾰνον Medium diacritics: φρύγανον Low diacritics: φρύγανον Capitals: ΦΡΥΓΑΝΟΝ
Transliteration A: phrýganon Transliteration B: phryganon Transliteration C: fryganon Beta Code: fru/ganon

English (LSJ)

[ῡ], τό, (φρύγω)

   A dry stick; mostly in pl., firewood, Hdt. 4.62, Ar.Av.642, Th.3.111, X.An.4.3.11, SIG1027.13 (Cos, iv/iii B. C.), Act.Ap.28.3; φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Arist.HA 603a9: Com., Φρύγες ἐστὶ καινὸν δρᾶμα τοῦτ' Εὐριπίδου . . ᾧ καὶ Σωκράτης τὰ φρύγαν' ὑποτίθησι prob. in Telecl.40: sg. only in collect. sense = τὰ φρύγανα, μαντικῶς τὸ φ. τίθεσθαι Ar.Pax1026; τὸ φ. ἐπικαίουσι Plu.2.553c.    II undershrub, opp. δένδρα, θάμνος, πόα, defined as τὸ ἀπὸ ῥίζης πολυστέλεχες καὶ πολύκλαδον, Thphr.HP1.3.1.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, kleines, dürres Holz, trockne Aeste, Strauchwerk, Reis, bes. Feuer anzumachen, gew. im plur.; Her. 4, 62; Ar. Pax 991 Av. 642; Xen. Cyr. 5, 2,15; Sp.; φρυγάνων ξυλλογή Thuc. 3, 111; Xen. An. 4, 3,11.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγᾰνον: [ῡ], τό, (φρύγω) ὡς καὶ νῦν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. φρύγανα, ξηρὰ ξύλα, ξηροὶ θάμνοι, κλάδοι κλπ. χρήσιμοι πρὸς καῦσιν, «τσάκνα», Λατ. sarmenta virgulla, Ἡρόδ. 4. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 642, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, πρβλ. φρύγω Ι· φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 20, 5· ― τὸ ἑνικὸν μόνον ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, = τὰ φρύγανα· μαντικῶς τὸ φρ. τίθεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026· τὸ φρ. ἐπικαίουσι Πλούτ. 2. 553C. II. Ὁ Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1, μνημονεύει τὰ φρύγανα ὡς ἰδιαιτέραν τάξιν ἢ διαίρεσιν τοῦ φυτικοῦ βασιλείου διακρινομένην ἀπὸ τῶν τάξεων τῶν δένδρων, θάμνων, ποῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύγανα· ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
menu bois mort, broussailles.
Étymologie: φρύγω.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of phrugo (to roast or parch; akin to the base of φλόξ); something desiccated, i.e. a dry twig: stick.

English (Thayer)

φρυγανου, τό (from φρύγω or φρύσσω, φρύττω, to dry, parch; cf. Latin frigo, frux, fructus), a dry stick, dry twig; generally in the plural this word comprises all dry sticks, brush-wood, fire-wood, or similar material used as fuel: Herodotus 4,62; Arstph, Thucydides, Xenophon, Philo, others; the Sept. for קַשׁ, straw, stubble, חָרוּל, bramble, Job 30:7.)

Greek Monotonic

φρύγᾰνον: [ῡ], τό (φρύγω), κυρίως στον πληθ., ξερά φρύγανα, ξύλα για φωτιά, Λατ. sarmenta, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ο ενικ. μόνο με περιληπτική σημασία, = τὰ φρύγανα, σε Αριστοφ.