προσορμίζω

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A bring a ship to anchor at or near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Luc. Am.11, cf. PTeb.802.11 (ii B.C.); π. τοῖς αἰγιαλοῖς Iamb.VP3.14; πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG12(5).653.12 (Syros, perh. i B.C.):—in early writers only Med., come to anchor near a place, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι Hdt.6.97; πρὸς τουτους (sc. λιμένας) μὴ προσορμίζου D.25.84; ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; Id.4.44; προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plu.Aem.26:—later in Pass., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Arr.An.6.20.4, cf. Plu.2.601f; τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Ael.VH8.5, cf. Ev.Marc.6.53: metaph., π. τοῖς μύθοις Philostr.Her.11; εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις Ph.2.38 (nisi leg. προσοριζ-).

German (Pape)

[Seite 775] bei einem Orte das Schiff vor Anker legen, u. med. sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen, προσορμίζεσθαι πρὸς τὴν νῆσον, Her. 6, 97; ποῖ δὴ προσορμιούμεθα, Dem. 4, 44, vgl. 25, 84; νήσῳ, D. Hal. 1, 53; Plut. Aem. Paul. 26.

Greek (Liddell-Scott)

προσορμίζω: φέρω πλοῖόν τι εἰς ἀγκυροβολίαν ἢ πλησίον, Κνίδῳ προσορμίσαι [ἐξυπακ. τὴν ναῦν] Λουκ. Ἔρωτ. 11· οὕτω, πρ. τοῖς αἰγιαλοῖς Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 3· - ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀγκυροβολῶ πλησίον τόπου τινός, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· πρὸς τούτους (δηλ. τοὺς λιμένας) μὴ προσορμίζου Δημ. 795. 15· ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ὁ αὐτ. 52. 28· προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Πλουτ. Αἰμίλ. 26· οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθ., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Ἀρρ. Ἀν. 6. 20· τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ς´, 53· - μεταφορ., πρ. τοῖς μύθοις Φιλόστ. 717.

French (Bailly abrégé)

faire aborder ; Pass. aborder à, τινι;
Moy. προσορμίζομαι (f. προσορμιοῦμαι) aborder au port, jeter l’ancre, mouiller près de, πρός et l’acc. ou dat..
Étymologie: πρός, ὁρμίζω.

English (Strong)

from πρός and a derivative of the same as ὁρμή (meaning to tie (anchor) or lull); to moor to, i.e. (by implication) land at: draw to the shore.

English (Thayer)

1st aorist passive 3rd person plural προσωρμίσθησαν; (ὅρμος a roadstead, anchorage); to bring a ship to moorings (Lucian, Amos 11); especially so in the middle, properly, to take one's station near the shore; to moor, come to anchor (Herodotus, Demosthenes, Plutarch, others); the 1st aorist passive is used in the same sense (Arrian exp. Alex. 6,4,20; Aelian v. h. 8,5; Dio Cassius, 41,48; 64,1), Mark 6:53.

Greek Monolingual

ΝΑ ὁρμίζω
1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και το αγκυροβολώ
2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι
εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ.

Russian (Dvoretsky)

προσορμίζω: преимущ. med. причаливать, становиться на якорь (Κνίδῳ Luc.; med.: πρὸς τὴν νῆσον Her.; τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plut.).